Γεννήθηκα στον Βόλο, σε μια γειτονιά με πολλές αλάνες. Οπως όλοι οι προνομιούχοι, τότε δεν το συνειδητοποιούσαμε αλλά ζούσαμε ζωάρα! Αν εξαιρέσεις τις ώρες του σχολείου (όπου χαζεύαμε στη τάξη περιμένοντας να ξεχυθούμε ουρλιάζοντας στην αυλή με το που θα χτυπούσε το κουδούνι για διάλειμμα), όλες τις άλλες ώρες παίζαμε έξω αμολυτοί σαν τα αδέσποτα σκυλιά. Οι γονείς δεν μας έψαχναν. Δεν φοβούνταν ότι θα μας απαγάγουν για να μας κλέψουν το νεφρό, όπως οι σημερινοί γονείς με τις αθηναϊκές νευρώσεις. Επίσης πίστευαν πως το να γδαρθεί το γόνατό σου, να φας λίγο χώμα, να κάνεις καρούμπαλο στο κεφάλι από πέτρα, δεν αποτελούσε ανήκεστο βλάβη. Ηξεραν πως γυρνάμε κάπου εκεί μαζί με τους άλλους κοπρίτες της γειτονιάς και δεν κινδυνεύαμε. Ηξεραν ότι θα μαζευόμασταν μόνο το βράδυ για να φάμε και να ρίξουμε μια ματιά στα μαθήματα – όχι όλοι βέβαια, όπως θα αναλύσω παρακάτω.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ