Το χθεσινό και το αποψινό sold out στο Ηρώδειο, με τίτλο «Εφ’ όλης της ύλης – Νίκος Πορτοκάλογλου – 40 χρόνια μουσική», βρίσκουν τον Οδυσσέα Τσάκαλο στη φυσική του θέση, πίσω από τα ντραμς, και τους Φατμέ ξανά μαζί επί σκηνής, 33 χρόνια μετά τη διάλυσή τους. Για να εκμηδενιστεί η όποια πιθανότητα διακινδύνευσης των συγκεκριμένων ζωντανών εμφανίσεων – μετά την απόσυρση του Διονύση Σαββόπουλου, εξαιτίας της έξαρσης του κορωνοϊού, με την τρυφερή υπενθύμιση εκ μέρους του περί ευαλωτότητας των εκδρομέων του ’60 -, αποφασίσαμε το Γεύμα να λάβει χώρα στην εξωτική του βεράντα στη Νέα Σμύρνη, όπου απολαύσαμε μια λαχταριστή πίτσα από γειτονικό εστιατόριο, με την ευγενική χορηγία δροσερής μπίρας από το ψυγείο του, η οποία έρεε άφθονη καθ’ όλη τη διάρκεια της δίωρης συζήτησης, υπό τον ήχο των τζιτζικιών που είχαν στήσει πανηγύρι στα γύρω δέντρα.
«Οι βραδιές στο Ηρώδειο θα είναι γεμάτες χαρά και συγκίνηση. Οταν δηλαδή μπούμε, ξεκινήσουμε και σκάσει ο “Ασωτος υιός”, νομίζω ότι και εμείς θα “πάθουμε” και το κοινό θα “πάθει”. Θα αρχίσουν να πέφτουν οι σκηνές στο μυαλό μας σαν καταρράκτης» λέει για το εμβληματικό τραγούδι των Φατμέ που κάθε φορά που η βελόνα του πικ απ αγγίζει τον συγκεκριμένο δίσκο, νιώθεις να ξεπετάγεται από μέσα ολόγυμνος ο διάολος ή ο θεός της πανκ και να χορεύει στο σαλόνι άναρχα και επαναστατικά.
Τον ρωτάω πώς ήταν η αίσθηση της πρώτης πρόβας, μερικά τετράγωνα παρακάτω, στο στούντιο κάτω από το σπίτι του Νίκου Πορτοκάλογλου. «Περίμενα με μια γλυκιά ταραχή αυτές τις συναντήσεις. Πρότεινα στον Νίκο, και το δέχτηκε, για τις μια-δυο πρώτες φορές να είμαστε μόνοι μας, οι τέσσερις, να βρεθούμε, να κοιταχτούμε πάλι. Γιατί είναι πολύ γλυκό, κοιτάς τον άλλον, στα όργανά του και τον βλέπεις, ουσιαστικά, μετά από 33 χρόνια. Πίσω από αυτό το πρόσωπο διαβάζεις το παρελθόν. Δεν αλλάζει σε βασικά πράγματα ο άνθρωπος. Κάναμε αυτή την πρώτη πρόβα και ήταν πάρα πολύ ωραία. Πολύ χαλαροί, με τα αστεία μας. Συγχρόνως, γυρίζουμε και ένα ντοκιμαντέρ για την επανένωση, οπότε υπήρχαν και κάμερες αθέατες που δεν μας ενόχλησαν καθόλου».
Με το σετ λιστ της ιστορικής εμφάνισης στο Ηρώδειο να παραμένει επτασφράγιστο μυστικό, του ζητώ να μου αποκαλύψει, τουλάχιστον, το προσωπικό του top 5 των Φατμέ, προσθέτοντας, μόλις βλέπω ότι θα δυσκολευτεί να αναλάβει μια τέτοια ευθύνη, ότι θα το βαφτίσουμε «top 5 της στιγμής». «Πω, πω…» μονολογεί και βυθίζεται σε μια παύση περισυλλογής. «Ε, “Ψέμματα”, “Υπάρχει λόγος σοβαρός”, “Η δικιά μου Ελλάδα”, το “Ταξίδι”, που είναι εμβληματικό, και το “Βγαίνουμε απ’ το τούνελ”» λέει και, επειδή η μετριοφροσύνη του δεν του επιτρέπει να βάλει μέσα στην τελική πεντάδα κάποιο κομμάτι που υπογράφει ο ίδιος – «ε, δεν θέλω να βάλω δικό μου, ντρέπομαι» εξηγεί -, υπογραμμίζω την εξειδίκευσή του στο να σκαρώνει τραγούδια που κάνουν τα αδύνατα δυνατά.
Φύσει αισιόδοξος – «βλέπω μισογεμάτο το ποτήρι» θα μου πει αργότερα -, ήταν νομοτελειακό να του ανήκουν οι στίχοι του «Πες το κι έγινε», που σφραγίστηκε εσαεί από το μοναδικό ηχόχρωμα της Χαρούλας, και της θρυλικής «Σταδίου», έναν ύμνο στον έρωτα δυόμισι λεπτών, κατά τη διάρκεια των οποίων ο νόμος της βαρύτητας πάει περίπατο, το σκοτάδι γίνεται μέρα και οι φωτεινές ταμπέλες των καταστημάτων του κεντρικού αθηναϊκού δρόμου μετατρέπονται σε ερωτική εξομολόγηση.
«Ολο αυτό ήταν μια κατασκευή, ένα Σάββατο βράδυ του ’85 που έκανε παλιόκαιρο. Ημουν μόνος μου, 27 χρονών, και δεν χτύπαγε το τηλέφωνο. Κι επειδή έβλεπα ότι με έπαιρνε από κάτω, έκανα στον εαυτό μου την ερώτηση “τι θα ήθελες να σου συμβεί”. Είπα “θα ήθελα να μου συμβεί αυτό” και πήρα χαρτί, μολύβι και την κιθάρα και το έγραψα επιτόπου» θυμάται. Και από τη «Σταδίου» στο «Καλοκαιράκι», ένα τραγούδι από τον ίδιο δίσκο που έμελλε να βγάλει και τους ίδιους από το τούνελ. «Μετά την ανηφόρα που είχαμε ανέβει εκείνα τα χρόνια, φτάσαμε στον Μάιο του ’86, με τον τέταρτο δίσκο, το “Βγαίνουμε απ’ το τούνελ”. Η πρώτη συναυλία ήταν στην Καλαμάτα. Βγαίνουμε και ξαφνικά όλο το γήπεδο τραγουδάει το “Καλοκαιράκι”. Εμείς σοκ, δεν είχε ξανατραγουδήσει ποτέ το γήπεδο τραγούδι μας έτσι. Θυμάμαι ότι γυρίζει ο Νίκος, φορώντας την κιθάρα, προς τα τύμπανα, με κοιτάει και μου λέει “έγινε, αυτό είναι”. Είχε ανοίξει η πόρτα, αλλάζαμε επίπεδο» περιγράφει.
Ταυτόχρονα με τη δική τους εκτόξευση, ήρθε και η ανάταση του έθνους, την οποία οι ίδιοι ανέλαβαν να καταγράψουν μουσικά με τους «Πρωταθλητές», αποκωδικοποιώντας, με έναν υγιή πατριωτισμό, στους στίχους («Δεν ήταν μάγια και κατάρες/ που δεν κερδίζαμε ποτέ/ Ημασταν πάντοτε παικτάρες/ μα δεν αλλάζαμε μπαλιές/ Ημασταν πάντοτε ψυχάρες/ μα δεν πιστεύαμε ποτέ…») τη συνταγή επιτυχίας πίσω από τον θρίαμβο στο Ευρωμπάσκετ του ’87. «Ηθελε ο Νίκος να εκφράσει τη χαρά του, βλέποντας τον κόσμο να ξεχύνεται έξω πραγματικά αδελφωμένος και βγήκε αυτό το τραγούδι. Το ’87 ήταν μια στιγμή ένωσης. Ηταν ένα ελληνικό θαύμα. Οι σωστοί άνθρωποι, τη σωστή στιγμή, με τη σωστή χημεία, το πάθος, γιατί πάντα το πάθος υπάρχει στους Ελληνες, και έγινε».
Και από την ένωση στον διχασμό, το «εθνικό μας χόμπι», όπως θα πει ο ίδιος όταν τον ρωτάω ποιο γεγονός ήταν εκείνο που τελευταία τον σόκαρε περισσότερο. «Φρίκαρα με όλο αυτό που έγινε το καλοκαίρι του ’15. Επεσα σε κατάθλιψη, δεν μπορούσα να κοιμηθώ, φαινόταν ότι κινδυνεύουμε απόλυτα. Ηταν ένα πάρα πολύ έντονο διάστημα πολιτικά. Η Ελλάδα χωρισμένη στα δύο» λέει και σαν να τον διαπερνούν ξανά ρίγη από το εφιαλτικό ψύχος του διχασμού, των ημερών πριν και μετά το αμφιλεγόμενο δημοψήφισμα.
Από τον ΛΕΞ στην τραπ
Συζητώντας και πάλι για όσα μάς ενώνουν, σχολιάζουμε την πρόσφατη συναυλία του νεαρού ράπερ που κατάφερε να συγκεντρώσει στη Νέα Σμύρνη 20.000 άτομα. «Είδες τι έγινε τις προάλλες με τον ΛΕΞ;» ρωτάει. «Αρα το να τραγουδάει ο κόσμος στίχους που δεν τον προσβάλλουν αλλά του δίνουν μια διέξοδο να εκφραστεί είναι θετικό. Εμένα μου αρέσει ο Bloody Hawk» αναφέρει και του ζητώ ένα σχόλιο για την τραπ. «Τραπ έχω ακούσει ένα-δύο κουπλέ, να δω τι είναι. Νομίζω ότι είναι ένα εντελώς επιφανειακό πράγμα, για το φαίνεσθαι, με τσάμπα μαγκιά, αλλά από πού προέρχεται αυτό; Νιώθω ότι έχει συμβεί μια λουμπενοποίηση της κοινωνίας. Τώρα, αυτό είναι γιατί η δεκάχρονη κρίση στρίμωξε πάρα πολύ τα νοικοκυριά, οι γονείς απομακρύνθηκαν, τα παιδιά εξαγριώθηκαν λίγο και τους φαίνεται σαγηνευτικό το να ανήκουν σε μια συμμορία, οπότε βλέπουν αυτά τα είδωλα που είναι φανταχτερά, πουλάνε φύκια για μεταξωτές κορδέλες κι έχουν για θεό τους την άθλια θέση της γυναίκας;» αναρωτιέται και συμπληρώνει: «Με προβληματίζει, χωρίς να σηκώνω το δάχτυλο».
Εναν 16άρη που σήμερα γράφει στο δωμάτιό του μουσική θα τον συμβούλευε να βρει μια παρέα και να δουλέψει με πολύ πείσμα και πάθος, όπως έκανε ο ίδιος με τους Φατμέ από το 1981 έως το 1989, αφήνοντας στη μουσική ιστορία έξι δίσκους-διαμάντια: «Φατμέ», «Ψέμματα», «Ρίσκο», «Βγαίνουμε απ’ το τούνελ», «Ταξίδι», «Πάλκο». Του μεταφέρω ένα απόσπασμα από το αυτοβιογραφικό «Life» του Κιθ Ρίτσαρντς, όπου περιγράφει πώς πατήθηκε μέσα του η σκανδάλη του ροκ εν ρολ όταν για πρώτη φορά άκουσε κάποιον Ελβις να ερμηνεύει το «Heartbreak Hotel». «Αν έχω εγώ αντίστοιχο τραγούδι;» με ρωτάει. «Ενα από τα αγαπημένα μου ήταν το “Have you Ever Seen the Rain” των Creedence Clearwater Revival.
Εχοντας στο παλμαρέ του τέσσερις δεκαετίες γεμάτες στο πάλκο, του ζητώ να μου αποκαλύψει τι είναι αυτό που κάνει ένα λάιβ να μοιάζει με εμπειρία ζωής. «Ο σκοπός του λάιβ είναι να φύγει ο άλλος διαφορετικός από ό,τι ήρθε. Το έχει πει και ο Σαββόπουλος αυτό και μου αρέσει πολύ. Οτι πας εκεί προετοιμασμένος, ακούς και κάτι αλλάζει μέσα σου. Το ίδιο αλλάζει και στον παίχτη. Παίζει, τα δίνει όλα και επικοινωνεί την αλήθεια του. Και όταν βρίσκονται δύο άτομα στην αλήθεια, γίνεται γιορτή».
Εδώ και δύο χρόνια βρίσκεται πίσω από το μικρόφωνο του Δεύτερου Προγράμματος με τη ραδιοφωνική εκπομπή «Εσύ που δεν μιλάς». Αποτέλεσμα, στα 65 του, να δηλώνει εκ νέου ερωτευμένος. «Το ραδιόφωνο είναι καταπληκτικό μέσο, ο κόσμος θέλει πολύ να επικοινωνήσει. Είμαι έτοιμος να τους δοθώ, είναι έτοιμοι να μου δοθούν κι αυτοί. Είναι πολύ μεγάλο δώρο, το έχω ερωτευτεί. Το αντιμετωπίζω σαν μικρή συναυλία» εξηγεί. Από τις παλιές συνήθειες, έχει διαφυλάξει την ιεροτελεστία της σιέστας – «τον μεσημεριανό ύπνο τον έχω κρατήσει και τον εκτιμώ απεριόριστα». Αλλη συνήθειά του, η καθημερινή επισκόπηση της ολοένα και πιο δυσάρεστης επικαιρότητας, που εμπεριέχει τα δύο πράγματα που δεν αντέχει. «Τη βία και ορισμένα δημόσια πρόσωπα, κυρίως πολιτικούς, που είναι ψεύτες. Δεν αντέχω και δεν τους συγχωρώ» δηλώνει αδιαπραγμάτευτα. Τι τον συγκινεί; «Μια ταινία, ένας διάλογος, όσα μου λέει ο κόσμος στο ραδιόφωνο. Αισθάνομαι πολύ ωραία όταν συγκινούμαι, και συγκινούμαι ακόμα πιο συχνά όσο μεγαλώνω, μάλλον είναι ίδιον της ηλικίας. Νιώθω ότι το να βουρκώσεις για μια ταινία καθαρίζει την ψυχή σου. Κάνεις ένα “ουφ”, προχωράς και λες “είναι ωραία να ζεις”».
Ο επίμονος Νίκος
Η προτελευταία ερώτηση αφορά τον διπλανό του στο σχολείο. «Θυμάμαι ένα παιδί με το οποίο γελάγαμε πολύ και αυτό έχει συνεχιστεί μέχρι σήμερα» μου λέει για τον Νίκο Πορτοκάλογλου. «Εναν άνθρωπο που δεν του χαρίστηκε τίποτα. Πείσμων, εργατικός, δούλευε το όνειρό του, τα κατάφερε, έκανε πολύ κόσμο χαρούμενο κι είναι από τους πιο επιδραστικούς ανθρώπους στη ζωή μου. Είμαι πολύ χαρούμενος που δεν δείλιασε στα δύσκολα. Και είπε “όχι, εγώ θα τα κάψω τα καράβια μου, θα μείνω εδώ να παλέψω”. Ε, πάλεψε και ορίστε, θα κάνουμε Ηρώδειο. Και sold out».
Και μετά το Ηρώδειο, τι; «Δεν αντέχω πια τη ζέστη» μου λέει και ξετυλίγει απνευστί το δικό του όνειρο θερινής νυκτός: «Παρ’ όλα αυτά, το καρπούζι, οι βουτιές, τα τζιτζίκια, μια κιθάρα, βραδάκι σε μια ξαστεριά στη βεράντα εκεί, στην Κεφαλλονιά, όπου μόνος μου προσπαθώ να σκαρφιστώ κανέναν στίχο κι αναρωτιέμαι τι θέλω να πω, τι θα ήθελε να ακούσει το κοινό ίσως, για να περάσει ωραία, να γλυκάνει… Ναι. Γενικά, με ενδιαφέρει να γλυκαίνω τους ανθρώπους».