Η «Αλκηστις» του Ευριπίδη είναι ένα εξόχως προβληματικό έργο και ως περιεχόμενο και ως φόρμα που οδηγεί και τη θεωρία, αλλά και την πρακτική σκέψη σε ενδιαφέρουσες, συχνά τολμηρές, λύσεις. Το 1974 ο πάντα προβληματισμένος ως θεωρητικός καθηγητής και ως σκηνοθέτης Σπύρος Α. Ευαγγελάτος ανέβασε μια άκρως ερεθιστική ερμηνεία της «Αλκηστης» στην Επίδαυρο για το Εθνικό Θέατρο, με κύριους πρωταγωνιστές τον Νικήτα Τσακίρογλου, τη Μιράντα Ζαφειροπούλου, τον Λυκούργο Καλλέργη. Εγραφα τότε στην κριτική μου στο «ΒΗΜΑ»: «Ο κ. Ευαγγελάτος τόλμησε ένα μεγάλο άλμα. Ηταν ένα σημαντικό γεγονός μέσα στο θεατρικό μας τέλμα. Η τόλμη ήταν διπλή. Αποπειράθηκε μια νέα ανάγνωση της “Αλκηστης” και ένα νέο ύφος ερμηνείας. Η “Αλκηστη” είναι ένα προβληματικό έργο. Δίνει την εντύπωση πως ο Ευριπίδης σε αυτό προτείνει και λύνει με επιτυχία αυτό που ο Διονύσιος Σολωμός ονόμαζε μεικτό είδος, αλλά νόμιμο. Ο κ. Ευαγγελάτος συνέλαβε τη βασική του δυσκολία, να το δει, δηλαδή, στη σκηνή της Επιδαύρου, ΔΙΣΗΜΑ. Το αρχαίο θέατρο απεχθάνεται τις αποχρώσεις, τις φωτοσκιάσεις, το άσπρο – μαύρο. Ζητεί αδρές διαγραφές, όγκους, γερά περιγράμματα. Ετσι απέφευγε να παίξει το κρυφτό με τις δύο όψεις του έργου. Απέρριψε την παλιά “ρομαντική” άποψη και κράτησε την παρωδία. Μια που μίλησα για τον Σολωμό, τώρα στοχάζομαι πώς ακριβώς αυτές τις δυσκολίες παρουσιάζει και η “Γυναίκα της Ζάκυθος”: διαβάζεται σαν παλίμψηστη περγαμηνή. Προτιμώ και στις δύο περιπτώσεις την παρωδία. Οπως και να έχει το πράγμα με την “Αλκηστη”, ο κ. Ευαγγελάτος διάβασε το κείμενο ΕΝΤΕΛΩΣ και ΣΥΝΕΠΩΣ. Δεν άφησε ούτε έναν στίχο, μια λέξη χωρίς να μη την αναγνωρίσει. Η άποψή του αναδύθηκε από το κείμενο, δεν πήγε εναντίον του. Πέρα, όμως, απ’ αυτό η παράσταση, ως πραγματοποίηση της άποψής του, ήταν από τα καλύτερα επιτεύγματα του θεάτρου μας. Εδώ ακριβώς συνέβαλε η δεύτερη τόλμη του σκηνοθέτη. Το ύφος. Για πρώτη φορά, επιτέλους, οι λαϊκές φόρμες, επεξεργασμένες περνάνε στο αρχαίο θέατρο. Η ιδιοφυής διάκριση των ημιχορίων σε πολίτες και αστούς, ο αυτοσχεδιαστικός οίστρος, οι πραγματικά εκπληκτικές λύσεις των στασίμων (επικήδειοι, τραπέζι παρηγοριάς), η σωστή εκμετάλλευση του λαϊκού μίμου και, πάνω απ’ όλα, η ζωντανή παρουσία των μουσικών πάνω στη σκηνή (θεατρική, αυθεντική και πρακτική λύση) έδωσαν στο θέαμα μια ζεστασιά και μιαν αμεσότητα που μας απομάκρυνε από τις κουμπωμένες παραστάσεις του παρελθόντος. Τα σύμβολα πέρασαν απαρατήρητα, γιατί αφομοιώθηκαν και δεν εκλογικεύονταν, συντελούσαν, όμως, αδιόρατα και λειτουργικά στην “οικείαν όψιν” που πρυτάνευε στην ορχήστρα. Η απόπειρα χαρακτηρισμού στους κορυφαίους του Χορού είχε ευριπίδειο υπόβαθρο και το πέρασμα του ορθού λόγου των αφηγήσεων στα πρόσωπα που αναφέρονταν, ότι τον λέγαν, ήταν ένα λαϊκότατο και πέρα για πέρα θεατρικό εύρημα. Πήγαινε κατευθείαν στις λαϊκές παρακαταλογές από όπου προήλθαν οι παραλογές των δημοτικών τραγουδιών και το ύφος στην ερμηνεία των ηθοποιών».
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ