Μια λέξη που έχει κακοποιηθεί όσο λίγες στον δημόσιο πολιτικό λόγο είναι η μεταρρύθμιση. Τα τελευταία 12 χρόνια τουλάχιστον (αν πιάσουμε το νήμα από το πρώτο Μνημόνιο) συμφωνήσαμε ότι όλοι τις θέλουμε αλλά δεν βρήκαμε ποτέ μια μίνιμουμ συναίνεση για την κατεύθυνσή τους.
Κι αν αυτό είναι, εν πολλοίς, αναμενόμενο, η «πονηριά» του εγχώριου πολιτικού συστήματος είναι άλλη: Μας έπεισαν ότι οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να ψηφίζονται αλλά δεν χρειάζεται να εφαρμόζονται αφού, ούτως ή άλλως, έχουν ημερομηνία λήξης.
Μας έπεισαν ότι δουλειά των επόμενων είναι να καταργήσουν τις μεταρρυθμίσεις των προηγούμενων αντί να τις βελτιώσουν με αλλαγές κατά την ιδεολογία της εξουσίας ή/και τη μεταβολή των συνθηκών. Κι ακόμη χειρότερα, μας έπεισαν ότι αυτή η αναγωγή των μεταρρυθμίσεων στη σφαίρα του συμβολισμού, είναι κάτι το φυσιολογικό!
Ας φέρουμε στον νου μας τη μεταρρύθμιση των ΑΕΙ που συζητείται στη Βουλή. Κάθε κυβέρνηση που έχει περάσει από τον τόπο έχει κατεβάσει κι από ένα ανάλογο «εμβληματικό» νομοσχέδιο. Θα μπορούσαμε να καταγράφουμε επιτυχίες και αποτυχίες στο καθένα αλλά, αν θέλουμε να είμαστε τίμιοι και ειλικρινείς, ένας τέτοιος απολογισμός θα ήταν άδικος.
Γιατί κανένα δεν εφαρμόστηκε πραγματικά ώστε να διαπιστώσουμε στην πράξη τα προβλήματα και τις «τρύπες» του συστήματος για να θεραπευτούν. Σε τόσο περίπλοκα προβλήματα, άλλωστε, οι ατελείς λύσεις λειτουργούν παιδευτικά κι αν στην πράξη το τωρινό σχέδιο αποτύχει, πλήρως ή σε σημεία, θα πρέπει, χωρίς καμιά ιδεοληψία ή πολιτικό «γινάτι», να διορθωθεί. Για να το διαπιστώσουμε αυτό όμως θα πρέπει πρώτα να γίνουν πράξη όσα προβλέπει. Γιατί με ράβε-ξήλωνε τόσα χρόνια άκρη δεν βγήκε.