Εδώ και δεκαπέντε περίπου χρόνια, από τη μεγάλη οικονομική κρίση του 2007-2008 στις ΗΠΑ, οι κοινωνίες του λεγόμενου δυτικού κόσμου έχουν εισέλθει σε μια ολοένα κλιμακούμενη πολυεπίπεδη περιδίνηση: κοινωνικοοικονομική, πολιτική, πολιτισμική. Ποτέ πριν φορείς της πολιτικής εξουσίας στις ΗΠΑ και στην ΕΕ δεν είχαν εκφράσει τόσο ανοιχτά την αμηχανία τους, ή μάλλον την αδυναμία τους, εν όψει των σαρωτικών εξελίξεων του παγκοσμιοποιημένου συστήματος ψηφιοποιημένων ή άλλως, οιονεί υπερβατικά, αφαιροποιημένων οικονομικών συναλλαγών.
Ακολούθησε το πολύχρονο οικονομικό δράμα της ΕΕ, με πρωταγωνίστρια την Ελλάδα και άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου αλλά και την Ιρλανδία. Η πανδημία που συνεχίζει να ταλανίζει την υφήλιο από τα τέλη του 2019 έχει καταδείξει με τραγική ενάργεια έναν παράγοντα των ιστορικών εξελίξεων που η ηγεμονική μεταδιαφωτιστική θετικιστική σκέψη στη Δύση ακόμη και σήμερα, την εποχή του μετα-ανθρωπισμού, τείνει να εξοβελίζει από το πεδίο επόπτευσής της: εννοώ τον παράγοντα της τυχαιότητας, του απρόβλεπτου.
Αναμφίβολα, οι σύγχρονοι άνθρωποι, χάρη στην τεχνολογική και επιστημονική εξέλιξη αλλά και στους (συγκριτικά με παλαιότερες εποχές) περισσότερο θωρακισμένους και ευέλικτους κοινωνικοπολιτικούς θεσμούς, αντιμετωπίζουν την υγειονομική κρίση πιο αποτελεσματικά απ’ ό,τι αντίστοιχες καταστάσεις οι πρόγονοί τους. Πριν από πέντε μήνες ενέσκηψε ο πόλεμος στην Ουκρανία, αποτέλεσμα, κυρίως, της δεσποτικής αυθαιρεσίας του παρόντος πολιτικού κατεστημένου στη Ρωσία και των γεωπολιτικών επιδιώξεών του, που αντιπαρατίθενται σε αντίστοιχες του δυτικού κόσμου και προπαγανδίζονται στο εσωτερικό της συγκεκριμένης χώρας με την ένταση ενός υπερλογικού νεομεσαιωνικού μεσσιανικού αναθεωρητισμού.
Είναι, άραγε, ιστορική ειρωνεία που ένα τέτοιο όραμα βρίσκει το εγγύτερο παράλληλό του στο αποκύημα μιας πολιτισμικής και θρησκευτικής παράδοσης η οποία έχει ιστορικά ιδωθεί ως το αντίπαλον δέος του χριστιανικού μεσσιανισμού, που η ρωσική εξουσία έχει κατά καιρούς προβάλει ως ιστορική αποστολή της; Εννοώ, βεβαίως, τον ισλαμιστικό φονταμενταλισμό / νεομεσαιωνισμό του Ερντογάν και σχεδόν του συνόλου των ηγετών της σύγχρονης τουρκικής πολιτικής ζωής. Θα μπορούσαν, άραγε, οι συμπεριφορές του Πούτιν, του Ερντογάν, αλλά και του Τραμπ, να θεωρηθούν εκφάνσεις του ιστορικού «τυχαίου», διαφορετικές, βεβαίως, αλλά συγκρίσιμες με την τυχαιότητα της πανδημίας;
Μπορεί, άραγε, ο θεωρητικός στοχασμός που υπόκειται στην περίφημη ρήση του Πασκάλ ότι ο ρους της ανθρώπινης ιστορίας θα ήταν διαφορετικός αν η μύτη της Κλεοπάτρας είχε διαφορετικό σχήμα (ή, θα συμπλήρωνε κανείς, αν ο Μέγας Αλέξανδρος ή ο Ναπολέων είχαν διαφορετικό ύψος, ή αν ο Χίτλερ δεν ήταν ένας αποτυχημένος επίδοξος ζωγράφος), να έχει κάποια ερμηνευτική αξία ακόμη και σήμερα, εποχή όπου η λογοκεντρική θετικιστική δυτική σκέψη και πράξη και η λογαριθμική τεχνοκρατία θεωρούνται άτρωτες εμπρός στο φάσμα του παράδοξου; Εδώ δεν φιλοδοξώ παρά να θέσω μάλλον παρά να απαντήσω ερωτήματα.
Ο Πολ Βιριλιό έχει μάλλον πειστικά καταδείξει ότι ο σύγχρονος κόσμος επενδύει στην τεχνολογική εξέλιξη όχι περισσότερο απ’ όσο στην αποτροπή ατυχημάτων που ενδέχεται να προκύψουν απ’ αυτήν. Κατά πόσο, ωστόσο, ο πολιτικός σχεδιασμός, ο περίφημα ορθολογικός, στα δυτικά κράτη (και αλλού, φυσικά) έχει προβλέψει τον παράγοντα του μη προβλέψιμου, του τυχαίου, του υπερ- ή παρα-λογικού στη φύση και στην ιστορία; Ισως αξίζει ειδικοί στον χώρο της κοινωνικής ψυχολογίας να αναλύσουν συστηματικά πώς τα στοιχεία αυτά έχουν επηρεάσει τάσεις και επιλογές πολιτικών και πολιτών τα τελευταία αυτά δεκαπέντε χρόνια της συνεχιζόμενης, πολυπαραγοντικής κρίσης και έχουν συμβάλει στην έξαρση των συμπτωμάτων της κατάστασης που σε άλλα γραπτά μου έχω ορίσει ως «νεομεσαιωνικό μετακαπιταλισμό».
Ο Παναγιώτης Ροϊλός είναι καθηγητής Ελληνικών Σπουδών, κάτοχος της Εδρας Γ. Σεφέρη, επιστημονικός εταίρος στο Κέντρο Διεθνών Σχέσεων Weatherhead, Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ