Εγραφα παλιότερα πως η «Ορέστεια» του Αισχύλου, όπως ο «Αμλετ» για τους Αγγλους και ο «Φάουστ» για τους Γερμανούς, θα έλεγα και τα «Εξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα» του Πιραντέλο, είναι «ευαγγέλια», «ακτινογραφίες» πολιτισμού για τους λαούς που η γλώσσα τους αξιώθηκε να ιστορήσει τα πάθη και την ανάστασή τους. Φέτος για άλλη μία φορά το κοινό θα έρθει σε επαφή με ένα από τα τρία, το πρώτο στη σειρά, δράματα της μόνης (ατυχώς) διασωθείσας τριλογίας του Αισχύλου, τον «Αγαμέμνονα».
Εγραφα στο «Βήμα» πριν από 50 χρόνια για την παράσταση της «Ορέστειας» από το Εθνικό Θέατρο και τον σκηνοθέτη Τάκη Μουζενίδη: «Ο Αισχύλος, και ιδιαίτερα η “Προμήθεια” και η “Ορέστεια”, είναι η Παλαιά Διαθήκη της ελληνικής θεολογίας. Ολα τα μεγάλα ανθρώπινα κείμενα είναι θεολογικά. Ο Ομηρος, ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής, ο Δάντης, ο Σαίξπηρ, ο Γκαίτε, ο Νίτσε, ο Λάο Τσε, ο Ντοστογέφσκι, ο Τ.Σ. Ελιοτ, ο Σαρτρ, ακόμα και ο Μαρξ, είναι “θεολόγοι”. Συζητούν για τον Θεό, δεν έχει σημασία αν τον θέτουν ή τον αίρουν. Δεν υπάρχει μύθος μη θεολογικός. Οι ηθικές, πολιτικές, κοινωνικές, ερμηνείες της “Ορέστειας”, αν δεν αντιμετωπιστούν με το κριτήριο της αισχύλειας θεολογίας, θα οδηγήσουν ασφαλέστατα στις υπεραπλουστεύσεις και στις αμφίβολες αναλογίες που εφευρίσκουν μερικοί. Ας δούμε τον Μύθο στην κίνησή του. Οταν ο Τάνταλος έκλεψε τη θεία τροφή, φορτώθηκε μια κληρονομική κατάρα. Ο γιος του Πέλοψ, “φυγάς θεόθεν και αλήτης”, έρχεται στην Ελλάδα, σκοτώνει τον Οινόμαο και μεταφέρει την κατάρα στους γιους του, Ατρέα και Θυέστη. Ο αλληλοσπαραγμός των δύο μεταθέτει τον κλήρο στα παιδιά τους, Αγαμέμνονα και Αίγισθο. Ο Αγαμέμνων θυσιάζει την Ιφιγένεια, ο Αίγισθος παρανομεί με την Κλυταιμνήστρα. Από κοινού σκοτώνουν τον Αγαμέμνονα και εκείνους εξοντώνει, κρατώντας την άκρη του καταραμένου νήματος, ο Ορέστης. Αυτός ο τελευταίος δικάζεται και αθωώνεται από τον Αρειο Πάγο στην Αθήνα και ο κύκλος του αίματος κλείνει. Ο Αισχύλος δεν είναι επικός, είναι δραματικός ποιητής. Ασχολείται με την τελευταία φάση, πυκνώνοντας τα προηγούμενα μέσα στον θεατρικό χρόνο. Παράλληλα με την πορεία των ανθρώπινων γεγονότων υπάρχει και η πορεία των ουρανίων. Οι Ερινύες αντιπροσωπεύουν μια παλιά θεϊκή τάξη πραγμάτων, οι “νέοι θεοί” (ο Απόλλων και η Αθηνά), με πανταχού ακουγόμενο τον Δία επικεφαλής, εκπροσωπούν τη νέα τάξη και χρησιμοποιούν μια νέα δογματική αρχή: “πάθει μάθος”. Οπως μπορεί κανένας να εικάσει, η νέα αυτή αρχή έρχεται να καταλύσει την παλιότερη Δίκη. Η Δίκη, όπως τουλάχιστον ανιχνεύεται στα σπαράγματα των Ιώνων Φιλοσόφων, σημαίνει ούτε λίγο ούτε πολύ ισορροπία, δυναμική όμως. Είναι εκείνη η ευπαθής “αρμονία” του Ηράκλειτου “εκ των διαφερόντων”. Η σύνθεση των αντιθέτων. Οι παλιοί θεοί κατοικούν τον Μύθο, οι νέοι εισάγουν την ανθρωπότητα στην Ιστορία. Να γιατί ο Ευριπίδης ήταν ο τραγικότερος των τραγικών, γιατί ήταν περισσότερο “ιστορικός”. Η γνώση, το μάθος, μεταθέτει την ευθύνη στον άνθρωπο. Τώρα η επιστροφή είναι δυσκολότερη, γιατί είναι συνειδητή. Αυτό το νόημα έχει η παρουσία των αθηναίων δικαστών στον Αρειο Πάγο. Εχει το ίδιο νόημα με την παράδοση του Νόμου στον Μωυσή, στο Σινά. Οι θεοί, παλιοί και νέοι, συμφιλιωμένοι, αποσύρονται και εποπτεύουν, δεν μετέχουν πια στα ανθρώπινα. Η φύση συνεχίζει να κινείται “κατ΄ έριν και χρεών”, ο άνθρωπος γίνεται ιστορικός, πορεύεται “κατά φόβον και πειθώ”. Η ανθρωπότητα, πριν από το τέλος της “Ορέστειας”, ήταν τραγικά αδιέξοδη, ακολουθούσε έναν ματωμένο κυκλικό δρόμο. Μετά την “Ορέστεια” ο κύκλος έσπασε, έγινε ευθεία, χωρίς τέρμα, άπειρη. Η γνώση και η ευθύνη έκαναν τον άνθρωπο πιο τραγικό, δηλαδή ελεύθερο. Τώρα πλέον ο άνθρωπος δεν εκλέγεται, εκλέγει. Ανάμεσα στις συμπληγάδες του Φόβου και της Πειθούς, χωρίς ελπίδα επιστροφής, κινείται στην ατέρμονη πορεία του, πάντα προς τα εμπρός. Αυτές οι σκέψεις μάς οδήγησαν να θεωρήσουμε την “Ορέστεια” το όριο του δυτικού πολιτισμού. Και οι ίδιες πάλι σκέψεις οδηγούν στο συμπέρασμα πως ο χριστιανισμός έθεσε αυτό το όριο σαν έσχατο λόγο της βεβαίωσής του.
ΝΤΟΣΤΟΓΕΦΣΚΙ. Η συνέχεια της “Ορέστειας” βρίσκεται στον Ντοστογέφσκι. Ο Ρασκόλνικοφ είναι ο Ορέστης του χριστιανισμού. Ο Ορέστης μετά την αθώωσή του. Ο τραγικότερος. Πιστεύω ότι είναι σφάλμα να πιστεύουμε πως η “Ορέστεια” δίνει τη λύση στην ανθρώπινη περιπέτεια του αδιεξόδου. Κάτι τέτοιο θα ήταν αντιδιαλεκτικό, δηλαδή αντιελληνικό. Προτείνει ΜΙΑ λύση. Το σημαντικό είναι πως τη λύση αυτή την αποδεχόμαστε ακόμη. Με αυτό το κριτήριο κάνουμε ιστορία και με αυτό ερμηνεύουμε την ιστορία. Αυτός είναι κι ο λόγος που στην αρχή δεχθήκαμε πως ο τρόπος που βλέπουμε κάθε φορά τον Αισχύλο μας κρίνει. Κάθε τρόπος είναι μια ατραπός. Αν απαντήσουμε στο ερώτημα σήμερα, θα βρούμε και το ήθος και το ύφος με τα οποία οφείλουμε να ανεβάζουμε στη σκηνή το μεγαλειωδέστερο ποιητικό δημιούργημα του θεάτρου. Οι φυσικοί πάλι σήμερα ξαναθέτουν το πρόβλημα των αρχών. Πλουσιότεροι σε γνώσεις, συστηματικοί, όχι όμως περισσότερο σοφοί και φωτισμένοι από τους ίωνες προγόνους τους, ξαναθέτουν το ερώτημα περί του όντος. Η φύση συνεχίζει να “κρύπτεται”. Και να σημαίνει. Η ανάγκη, η τύχη, ο λόγος, το μετρήσιμο και το απροσδιόριστο, το νείκος και η φιλότης επανέρχονται και απαιτούν μια θέση στη λύση του αδιεξόδου. Ο κόσμος άπτεται και σβέννυται μέτρα ή αμέτρως; Η Δίκη ξαναβάζει το πόδι ανάμεσά μας. Αμφισβητείται η ανθρώπινη λογική, απειλείται η δικαιοσύνη, κλονίζεται η πολιτική πρακτική, βάλλεται η κατεστημένη ηθική και κοινωνική τάξη. Στα ανθρώπινα πράγματα πότε επικρατεί ο φόβος, ο τρόμος και το ένστικτο, πότε η πειθώ υποκαθιστά τη βία και πότε το κράτος ΕΙΝΑΙ η πειθώ. Ποτέ ο Αισχύλος δεν ήταν πιο επίκαιρος και ποτέ δεν ήταν πιο τρωτός. Τα πράγματα δείχνουν πως αγγίζουμε τα όρια. Η “Ορέστεια” στέκεται εκεί και μας περιμένει προφητική, προεξαγγελτική παράθεση.
Τα μεγάλα έργα είναι μεγάλα όσο κρίνονται. Θαυμάζω σημαίνει απορώ, δηλαδή βρίσκομαι μπροστά σε ένα αδιέξοδο που με ερεθίζει. Θαυμασμός δε σημαίνει αποχαύνωση, παραίτηση και χάσκουσα παραδοχή. Πέρα, όμως, από το πρόβλημα της ουσίας είναι το μέγα θέμα της μορφής της “Ορέστειας”. Οσες βαθυστόχαστες ερμηνείες και αν σώρευσε η φιλολογία, από κανέναν δεν μπορεί να ξεφύγει, και μάλιστα με την πρώτη ματιά, πως η αυστηρή τραγική φόρμα έχει λαϊκή καταγωγή. Δεν είναι μόνο οι ιστορικές πληροφορίες, ούτε οι έρευνες οι εθνολογικές και θρησκειολογικές για την καταγωγή της που το πιστοποιούν. Η τραγωδία είναι λαϊκή φόρμα, στον λαό απευθύνεται και στον λαό αφομοιώνεται. Εχει θρησκευτική και λαϊκή προέλευση κι αν θέλουμε να δούμε τις επιβιώσεις της δεν θα τις βρούμε, παρά στη λαϊκή χριστιανική λειτουργία, πριν αυτή η τελευταία αποστεωθεί και στεγνώσει σε μια χωρίς φαντασία διαδικασία. Πρέπει να ανιχνεύσει κανείς τους τρόπους που τελείται το “Θείο Δράμα” στα μοναστήρια και τα πανηγύρια των μοναστηριών, όπως τα παρέδωσε ο Παπαδιαμάντης στα γεμάτα Χριστό και Διόνυσο παγανιστικά του κείμενα. Πρέπει να ανιχνεύσει κανείς τις ρίζες του στις αγιογραφίες του Αθω, όπου εικονίζονται οι χοροί των αγγέλων να υμνούν εν κυμβάλοις και αλαλαγμώ, εν χορδαίς και τυμπάνω. […] Η “Ορέστεια” είναι, μαζί με όλο το έργο του Αισχύλου, η λαϊκότερη τραγωδία. Αφηγείται έναν γνωστό μύθο, χωρίς αμφίβολες παραλλαγές, με μέσα το μεγάλο θέαμα, το τραγούδι, τον χορό, τον δόλο, την απότομη αλλαγή της τύχης, τις μεγάλες αναπάντεχες συμφορές και τις απρόσμενες ευτυχίες, τις γητειές, τα ξόρκια, τις σκοτεινές προφητείες, τα όνειρα που βγαίνουν αληθινά, τις επιτάφιες φροντίδες και τους ομαδικούς θρήνους, τις αναγνωρίσεις των ξενιτεμένων, τις θαυματουργές Επιφάνειες του Θεού και τις εμφανίσεις των φαντασμάτων».