Αν ένας ανυποψίαστος θεατής βρισκόταν μπροστά στην κυκλική πλατφόρμα που είχε «καταλάβει» την ορχήστρα του αρχαίου θεάτρου της Επιδαύρου και η οποία διαμετρικά τεμνόταν από μια εξέδρα με κρουστά (που από μακριά μπορεί να παραπλανούσε ως deck που περιμένει τον DJ), ενδεχομένως και να πίστευε ότι το βράδυ της Παρασκευής θα εξελισσόταν ένα πάρτι και όχι η παγκόσμια πρεμιέρα του «Αγαμέμνονα», της πολυαναμενόμενης παράστασης του γερμανού σκηνοθέτη Ούλριχ Ράσε, μια συμπαραγωγή του Ρέζιντεντσζθιατερ και του Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου, που εντάσσεται στο πλαίσιο του εορτασμού των 70 χρόνων του Ινστιτούτου Γκαίτε.
Οταν όμως γύρω στις 21.15 οι τέσσερις μουσικοί πήραν στα χέρια τους τις μπαγκέτες από κορμούς δέντρων κι οι πρώτοι ήχοι ακούστηκαν στον αέρα, το δυνατό τραγούδι των τζιτζικιών κόπασε. Και η λιτή, καθαρή και ρυθμική σύνθεση του συνθέτη Νίκο βαν Βερς συναντήθηκε με τον βηματισμό των εννέα μελών του Χορού, που είχε τη δική του «μελωδία»: στην αρχή συρτός και εν συνεχεία ανάλογα με την εξέλιξη της πλοκής γινόταν επιβλητικός, διακριτικός, αθόρυβος, συρτός.
Ανδρες και γυναίκες, ντυμένοι στα μαύρα, με ημιδιάφανες μπλούζες και μαύρα κοντά ή πιο μακριά παντελόνια, κάνουν το ίδιο βήμα, χειρονομούν έντονα, απαγγέλλουν τους στίχους του Αισχύλου με ακρίβεια και άριστη άρθρωση, ενώ δεν σταματούν να περπατούν όλοι μαζί αντίστροφα από την περιστροφή της πλατφόρμας, σαν να επιχειρούν να κολυμπήσουν αντίθετα στο ρεύμα. Σαν να θέλουν να αντισταθούν στον μύλο του χρόνου και στο πεπρωμένο που έχουν αποφασίσει οι ολύμπιοι θεοί. Σε μια διαρκή κίνηση, σε μια ατέρμονη προσπάθεια που όμως δεν τους επιτρέπει παρά ελάχιστα να μετακινηθούν και επ’ ουδενί να αποδράσουν από την προδιαγεγραμμένη πορεία, παγιδευμένοι από τη μοίρα.
Οι χαρακτήρες δεν ξεχωρίζουν, τα λόγια του φρουρού και εν συνεχεία του Χορού, στην παράσταση του γερμανού πρωτοπόρου σκηνοθέτη με καταβολές στην τέχνη του χορού, φτάνουν στο κοίλο ταυτόχρονα και συγχρονισμένα από όλους τους ερμηνευτές, οι οποίοι με την παρουσία τους, τη φωνή και την κίνησή τους παρασύρουν τον θεατή να «ξεχάσει» το κείμενο και να αφεθεί στην ενέργεια που εκπέμπουν, καθώς το αποτέλεσμα επί σκηνής μοιάζει περισσότερο με παράσταση σύγχρονου χορού ή με περφόρμανς.
Κι όσο εκείνοι, στο ένα ημικύκλιο που ορίζεται από την εξέδρα των μουσικών, «παλεύουν» με τη φωνή και το σώμα να διηγηθούν τη θυσία της Ιφιγένειας και τη δεκαετή αναμονή για το χαρμόσυνο σήμα της πτώσης της Τροίας, μόνη, στο άλλο ημικύκλιο, βαδίζει η Κλυταιμνήστρα που υποδύεται η Πία Χέντλερ. Μια γυναίκα ώριμη, με σώμα κουρασμένο, ψυχή βασανισμένη, αλλά και βασιλικό μεγαλείο που έχει τις ρίζες του στη μητριαρχία. Η είσοδός της μοιάζει σχεδόν με θεϊκή επιφάνεια: μέσα από λευκούς καπνούς και εκτυφλωτικά λευκά φώτα, σε αντίθεση με εκείνη του Αγαμέμνονα που ακολούθησε λίγο αργότερα. Ενός άνδρα που απλώς ξεχώρισε από τον Χορό, ταλαιπωρημένος και υποβασταζόμενος, ένας νικητής που έχει πληρώσει ακριβά το τίμημα της νίκης του, φέρνοντας πίσω, αντί για τους άνδρες του, τις τεφροδόχους τους. Παρασυρόμενος από τη σύζυγό του, δέχεται να διαπράξει το ατόπημα και αλαζονικά – ως άλλος θεός – να περπατήσει στον πορφυρό διάδρομο που του έστρωσε για να μπει στο παλάτι αγνοώντας ότι θα εξελιχθεί σε δρόμο του δικού του αίματος, την ώρα που η Κασσάνδρα – την οποία υποδύονται τρεις διαφορετικές ηθοποιοί του Χορού – προφητεύει τα δεινά που θα ακολουθήσουν.
ΜΕΤΩΠΟ ΣΤΟΥΣ ΘΕΑΤΕΣ. Κι ενώ ο ρυθμός των βημάτων και της μουσικής ακολουθεί την πλοκή άλλοτε πιο δυναμικός κι άλλοτε πιο ήπιος, η μετωπική τοποθέτηση των ερμηνευτών χωρίς μεταξύ τους διάδραση και η μονότονη εικόνα επί σκηνής επέφεραν εμφανή κόπωση στους θεατές, που άρχισαν να αποχωρούν με σταθερή ροή, έπειτα από περίπου μιάμιση ώρα.
Η γυμνή και λουσμένη σε ένα απόκοσμο (σχεδόν νεκροτομείου) λευκό φως Κλυταιμνήστρα με το εν είδει εκκυκλήματος πανί πάνω στο οποίο σέρνει τα επίσης γυμνά σώματα του φονικού που έχει διαπράξει, του συζύγου της Αγαμέμνονα και της σκλάβας – ερωμένης του Κασσάνδρας, αναζωπυρώνει το ενδιαφέρον. Και με τον επίσης ολόγυμνο εραστή της Αίγισθο επιχειρούν να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους. Ο Χορός, χωρίς μουσική πλέον, θα υπενθυμίσει ότι τίποτα δεν μένει ατιμώρητο και τα φώτα θα σβήσουν δύο ώρες μετά την έναρξη της παράστασης. Το χειροκρότημα για τους συντελεστές ήταν δυνατό από τους περίπου 3.000 θεατές που σε μεγάλο ποσοστό ήταν γερμανόφωνοι, ενώ στην παράσταση του Σαββάτου που παρακολούθησαν 4.000 άτομα, πριν από την έναρξη, στο κοίλο, εμφανίστηκε ένα πανό με τη φράση «He is a rapist» (είναι βιαστής), αναφερόμενο στην υπόθεση Λιγνάδη.