Αν κοιτάξει κανείς φευγαλέα τα σύννεφα της τοξικότητας που σκεπάζουν την πολιτική αντιπαράθεση, θα νομίσει πως τα βλέπει να σχηματίζουν δύο πρόσωπα: Του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Αλέξη Τσίπρα. Αν, όμως, παρατηρήσει πιο προσεκτικά θα διακρίνει και τρίτο: Του Νίκου Ανδρουλάκη. Η αλληλεπίδραση των τριών θα καθορίσει τη μακρά προεκλογική περίοδο μέχρι τις επόμενες κάλπες. Ο τρόπος με τον οποίο ο Πρωθυπουργός θα κινηθεί σε σχέση με τους δύο αντιπολιτευόμενους αρχηγούς, η αντιπολίτευση που θα του κάνουν εκείνοι, και η στάση που οι τελευταίοι θα κρατήσουν ο ένας απέναντι στον άλλον θα επηρεάσουν σε μεγάλο βαθμό την εικόνα του εκλογικού χάρτη το βράδυ της πρώτης Κυριακής.

Μια προσεκτική ανάγνωση των πρωθυπουργικών επιθέσεων στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης περί «συριζαϊκού φαρισαϊσμού» και «εκτσογλανισμού της δημόσιας ζωής» – αλλά και της επιμονής του Μητσοτάκη στην ανάδειξη του κυβερνητικού έργου σε σύγκριση με τα πεπραγμένα της πρώτης φοράς Αριστερά – δείχνει πως ο στόχος της αναβίωσης του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου, παρότι δεν ομολογείται, έχει τεθεί. Γιατί έτσι η ΝΔ θα κόψει – στη γαλάζια ανάλυση – τις γέφυρες που προσπαθεί να στήσει ο ΣΥΡΙΖΑ με το Κέντρο.

Ταυτόχρονα, η έμφαση στην κοινωνική ατζέντα, ή σε θέματα όπως τα δικαιώματα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, θεωρούν αρκετοί πως θα μπορούσε να επαναπατρίσει στο κυβερνών κόμμα ψηφοφόρους που έφυγαν προς το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ – η δημοσκοπική βάση του οποίου αντιμετωπίζεται σαν μια εκλογική δεξαμενή όπου πρέπει οπωσδήποτε να βουτήξει η ΝΔ για χάρη της αυτοδυναμίας. Εξού κι ο Πρωθυπουργός ακολουθεί την προσφιλή του μέθοδο της στρατολόγησης κεντροαριστερών στελεχών, ενώ η Πειραιώς μέμφεται τη Χαριλάου Τρικούπη για «συριζοποίηση».

Ο Τσίπρας.  Στο συριζαϊκό στρατόπεδο, οι αλλεπάλληλες κρίσεις πρόσφεραν στον Αλέξη Τσίπρα γνώριμο έδαφος: Αναγνωρίζοντας την αναπόφευκτη φθορά της κυβέρνησης, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ θέλησε να βάλει άμεσα τον Πρωθυπουργό στο κάδρο των ευθυνών, αναδεικνύοντας τα λάθη της κρατικής μηχανής σε προβλήματα «επιπέδου Μαξίμου». Θυμίζοντας ενίοτε την τακτική που ακολούθησε την τελευταία φορά που βρέθηκε στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης (και ανεξαρτήτως αν οι συνθήκες τον ευνοούν με τον ίδιο τρόπο που τον ευνόησαν τότε) ποντάρει στον θυμό και την αγανάκτηση της κοινής γνώμης και ειδικά ενός νεότερου προοδευτικού κοινού, στο οποίο δημοσκοπικά έχει και μεγάλη επιρροή. Απευθυνόμενος στον Νίκο Ανδρουλάκη, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ είναι πιο προσεκτικός, καθώς γνωρίζει πως όσο τα ποσοστά του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ μένουν στα σημερινά δημοσκοπικά επίπεδα, κάθε ελπίδα επαναφοράς του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία περνάει μέσα από τη συνεργασία με τη Χαριλάου Τρικούπη. Θέλοντας να πιέσει τον Ανδρουλάκη προς αυτή την κατεύθυνση, καταφεύγει συχνά σε «επιθέσεις φιλίας», υπενθυμίζοντας ωστόσο την καθίζηση του ΠΑΣΟΚ όταν έγινε «συμπλήρωμα» της ΝΔ – στην Κουμουνδούρου θεωρούν πως με αυτόν τον τρόπο προσεγγίζουν το αντιδεξιό ακροατήριο.

Ο Ανδρουλάκης. Από τη δική του πλευρά, ο Νίκος Ανδρουλάκης γνωρίζει πως το καλύτερο χαρτί του είναι τα διψήφια δημοσκοπικά ποσοστά του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. Χρησιμοποιεί τις διαφορές του από τον ΣΥΡΙΖΑ και την πιο «αξιακή» αντιπολιτευτική του τακτική για να αντιμετωπίσει την αναμενόμενη πίεση τόσο από την πλευρά του Κυριάκου Μητσοτάκη όσο και από αυτή του Αλέξη Τσίπρα. Με αυτόν τον τρόπο θεωρεί πως το Μέγαρο Μαξίμου δεν θα καταφέρει να τον αποξενώσει από το κεντρώο ακροατήριο, για το οποίο το ΠΑΣΟΚ θα αναμετρηθεί με τη ΝΔ. Από την άλλη, η υπενθύμιση της συνύπαρξης του Τσίπρα με τον Πάνο Καμμένο και του ύφους της συριζαϊκής αντιπολίτευσης δίνουν στον Ανδρουλάκη το αφήγημα με το οποίο κατεβαίνει στη μάχη για την επικράτηση στον προοδευτικό χώρο.