Η υπόσχεση που είχε δοθεί ήταν ότι η εξεταστική επιτροπή για τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου θα «τίναζε στον αέρα την οροφή του κτιρίου», παρουσιάζοντας στην Αμερική όλη την αλήθεια αναφορικά με την επίθεση του Ντόναλντ Τραμπ στη δημοκρατία που εμπεριείχε η εισβολή στο Καπιτώλιο. Τελικά, η οροφή της Βουλής, όπου την Πέμπτη το βράδυ ολοκληρώθηκε η θερινή ακροαματική διαδικασία, παρέμεινε ανέπαφη, έστω και αν ταρακουνήθηκε κάπως.
Θα πάρει καιρό στους ιστορικούς για να εκτιμήσουν εάν οι οκτώ γύροι δημόσιων ακροάσεων μπορούν να συγκριθούν με την αντίστοιχη διαδικασία του Watergate, το 1973, όπως πρόβλεψε ο Τζέιμι Ράσκιν, ένας Δημοκρατικός, μέλος της επιτροπής. Είναι, ωστόσο, ήδη σαφές ότι έπειτα από 19 ώρες και 11 λεπτά καταθέσεων, ζωντανών και βιντεοσκοπημένων, παρουσίασης αποδείξεων και πρωτόλειου υλικού από την εισβολή, η διαδικασία έχει παραγάγει ένα βουνό από λέξεις και εικόνες που θα μείνουν για καιρό στη συλλογική μνήμη.
Σήμερα γνωρίζουμε πως την ημέρα που οι Ηνωμένες Πολιτείες βίωσαν τη χειρότερη επίθεση στο Καπιτώλιο μετά τους βανδαλισμούς των Βρετανών το 1814, ο Τραμπ προσπάθησε να πάρει από έναν πράκτορα της προσωπικής του φρουράς το τιμόνι του αυτοκινήτου προκειμένου να το στρέψει προς την κατεύθυνση του βίαιου όχλου και να ενωθεί μαζί του. Γνωρίζουμε ότι τη στιγμή που κάλεσε τους οπαδούς του να πορευθούν προς το Καπιτώλιο και να «πολεμήσουν σαν λιοντάρια» ήξερε ότι πολλοί από αυτούς έφεραν όπλα και αλεξίσφαιρο εξοπλισμό.
Γνωρίζουμε ότι ενώ οι στενοί τους συνεργάτες τον παρακαλούσαν να ακυρώσει την επίθεση, ο ίδιος αρνήθηκε, περνώντας 187 λεπτά παρακολουθώντας τα γεγονότα να εκτυλίσσονται από τον Λευκό Οίκο και την αίθουσα των δείπνων, μέχρι τη στιγμή που κατέστη σαφές ότι οι ελπίδες του για βίαιη ανατροπή του αποτελέσματος των εκλογών είχαν σχεδόν διαλυθεί.
Στις τάξεις εκείνων που παρακολουθούν στενά τα αντιδημοκρατικά κινήματα, υπάρχει μια ανατριχιαστική ομοιότητα σε αυτές τις διαδοχικές σκηνές ενός προέδρου ο οποίος κατέρχεται σε μια άβυσσο φαντασιώσεων, οργής και πιθανής παρανομίας. «Η εικόνα που αποτυπώνεται από τις ακροαματικές διαδικασίες είναι αυτή ενός ηγέτη πραξικοπήματος» λέει ο πολιτικός επιστήμονας του Harvard, Στίβεν Λεβίτσκι. «Πρόκειται για έναν τύπο ο οποίος είναι απρόθυμος να αποδεχθεί την ήττα του και εμφανίζεται έτοιμος να χρησιμοποιήσει κάθε δυνατό μέσο προκειμένου να παραμείνει παρατύπως στην εξουσία».
Εάν, όμως, για ακαδημαϊκούς όπως ο Λεβίτσκι, ο λατινοαμερικανικού τύπου αυταρχισμός του Τραμπ αναδεικνύεται από την ακροαματική διαδικασία, ένα πιο επιτακτικό ερώτημα που τίθεται είναι εάν και κατά πόσο αυτό διαπερνά μεγάλο τμήμα της ευρύτερης αμερικανικής κοινωνίας. Το βασικό ζητούμενο της επιτροπής βρίσκεται, άλλωστε, στα δικά της χέρια: Να διασφαλιστεί ότι δεν θα υπάρξει ποτέ πια μια κατά μέτωπον επίθεση εις βάρος της δημοκρατίας στις ΗΠΑ.
Η επιτροπή, υπό την προεδρία του Δημοκρατικού Μπένι Τόμπσον και της Ρεπουμπλικανής αντιπροέδρου Λιζ Τσένι, η οποία έχει διαχωρίσει τη θέση της από το κόμμα της, τράβηξε τη διαδικασία σε μάκρος, ώστε αυτή να είναι αξιοποιήσιμη όσο το δυνατόν περισσότερο για την τηλεόραση και τις διάφορες πλατφόρμες στην εποχή των κοινωνικών μέσων. Προσέλαβε τον βρετανό δημοσιογράφο και πρώην πρόεδρο του ABC Τζέιμς Γκόλντστον για να μοντάρει τα γεγονότα τόσο σφιχτά, σαν να ήταν επεισόδια σειράς του Netflix, κάτι που ευρύτερα φάνηκε ως επιτυχημένη επιλογή.
Η πρώτη ακροαματική διαδικασία προσείλκυσε τουλάχιστον 20 εκατ. θεατές, αριθμός ισοδύναμος ενός σημαντικού αθλητικού γεγονότος. Τις επόμενες ημέρες το κοινό έπεσε στα 10 εκατ., αν και έφτασε πάλι στα 14 εκατ. στις 28 Ιουνίου, ημέρα της εκρηκτικής κατάθεσης της Κάσιντι Χάτσινσον, πρώην βοηθού στον Λευκό Οίκο.
Τι έχει συμβεί, όμως, με εκείνους τους Αμερικανούς οι οποίοι συνέπλευσαν με τον Τραμπ στην προσπάθειά του να υπονομεύσει τη δημοκρατία; Εδώ, τα στοιχεία που υπάρχουν είναι σαφώς λιγότερο καθησυχαστικά.
Στο Fox News, το άνοιγμα της ακροαματικής διαδικασίας εκχωρήθηκε στον Τάκερ Κάρλσον, ο οποίος αξιοποίησε το σόου του για να τη γελοιοποιήσει ως μια «ακατάσχετη προπαγάνδα» και να περιορίσει τα γεγονότα σε ένα «ασήμαντα μικρό ξέσπασμα». Και την περασμένη Πέμπτη το βράδυ, ο Κάρλσον αντικατέστησε τη ζωντανή κάλυψη του κλεισίματος, μιλώντας για τον Μπάιντεν και την Covid.
Είναι γεγονός ότι όσο πιο βαθιά πηγαίνει κανείς στη ζούγκλα των ακροδεξιών ΜΜΕ τόσο το αφήγημα παραμορφώνεται περισσότερο. Ομως, η φούσκα των μίντια δεν είναι το μοναδικό εμπόδιο που στέκεται ανάμεσα στην κοινοβουλευτική επιτροπή και την επιδιόρθωση της αλλοιωμένης δημοκρατικής υποδομής της χώρας. Κι αυτό διότι ενώ η διαδικασία επικέντρωσε σε μεγάλο βαθμό στη φυσιογνωμία του Τραμπ, ο Λεβίτσκι ισχυρίζεται ότι μια ακόμη μεγαλύτερη απειλή προέρχεται σήμερα από το ίδιο το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, το οποίο και του άνοιξε τον δρόμο. «Σε ένα δικομματικό σύστημα, όταν ένα από τα δύο κόμματα δεν δεσμεύεται από τους δημοκρατικούς κανόνες του παιχνιδιού, η δημοκρατία είναι απίθανο να επιβιώσει για πολύ» λέει χαρακτηριστικά.
Ο ίδιος παραπέμπει σε μία ανάλυση του Republican Accountability Project, μιας ομάδας αντιτραμπικών συντηρητικών, η οποία αφορά τις δημόσιες δηλώσεις που έκαναν τα 261 μέλη του κόμματος στη Βουλή και τη Γερουσία στον απόηχο των εκλογών του 2020. Δείχνει δε ότι οι 224 εξ αυτών – δηλαδή το 86% όλων των Ρεπουμπλικανών στο Κογκρέσο – εγείρουν αμφιβολίες για την επικράτηση Μπάιντεν, με τρόπο που ισοδυναμεί με μαζική «επίθεση σε ένα ακρογωνιαίο λίθο της δημοκρατίας μας».
Ο Λεβίτσκι προειδοποιεί ότι η ακροαματική διαδικασία αποτύπωσε δύο μεγάλος κινδύνους για την Αμερική, αμφότεροι εκ των οποίων έχουν σχέση με τους Ρεπουμπλικανούς. Ο πρώτος είναι ότι εκείνοι που χαράζουν στρατηγική στο κόμμα απέκτησαν, μέσω των προσπαθειών του Τραμπ να ανατρέψει τις εκλογές, έναν οδικό χάρτη που οδηγεί στα τρωτά σημεία του εκλογικού συστήματος.
Ο δεύτερος έχει να κάνει με την απόδοση ευθύνης ή, μάλλον, με τη μη απόδοση ευθύνης. Οι Ρεπουμπλικανοί «έμαθαν ότι εάν προσπαθήσεις να ανατρέψεις το εκλογικό αποτέλεσμα δεν θα τιμωρηθείς από τους ψηφοφόρους, τους ακτιβιστές και τους δωρητές του κόμματος. Στο μεγάλο τους μέρος, θα σε ανταμείψουν. Και για εμένα αυτό προκαλεί τρόμο» λέει ο Λεβίτσκι.
Ακόμη και σήμερα, άλλωστε, σε εθνικό επίπεδο, η ηγεσία του κόμματος εξακολουθεί να ανάβει φωτιές, ειδικά σε πολιτειακό και τοπικό επίπεδο. Το States United Democracy Center υπολογίζει ότι τουλάχιστον 33 πολιτείες ετοιμάζουν 229 νόμους που θα δίνουν στα εκεί νομοθετικά σώματα την ισχύ να πολιτικοποιούν ή να ποινικοποιούν τις εκλογές ή να εμπλέκονται σε αυτές με οποιονδήποτε άλλον τρόπο. Η ίδια ομάδα σημειώνει ότι η αποδοχή του ψέματος του Τραμπ περί κλεμμένων εκλογών είναι υποχρεωτική για διεκδίκηση κρατικών θέσεων σε 17 πολιτείες τον ερχόμενο Νοέμβριο – κάτι που σημαίνει πως εάν κερδίσουν, θα αποκτήσουν τον έλεγχο του εκλογικού μηχανισμού σε ένα μεγάλο τμήμα της χώρας.
Πώς, λοιπόν, μπορεί να αμυνθεί η δημοκρατία όταν ακόμη και η απαγγελία κατηγοριών λίγο δείχνει να πείθει;
Πολύς λόγος έγινε για απόδοση ευθυνών το βράδυ της Πέμπτης. Ο Μπένι Τόμπσον, μιλώντας μέσω βίντεο καθώς βρίσκεται σε καραντίνα λόγω Covid, υπογράμμισε ότι πρέπει να υπάρξουν «σοβαρότατες συνέπειες για όσους είναι υπεύθυνοι». Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη μετάφραση για να καταλάβει κανείς ότι επρόκειτο για ευθεία πρόσκληση προς τον Μέρικ Γκάρλαντ, τον κορυφαίο αξιωματούχο της χώρας όσον αφορά την επιβολή του νόμου, για άσκηση δίωξης εις βάρος του Τραμπ.
Υπάρχει, επίσης, η απόδοση ευθυνών στις κάλπες, κάτι που έπιασε η Λιζ Τσένι. «Ο Ντόναλντ Τραμπ έκανε μια συνειδητή επιλογή να παραβεί τον όρκο που είχε δώσει. Κάθε Αμερικανός πρέπει να σκεφτεί αυτό: Μπορεί κανείς στη μεγάλη μας χώρα να εμπιστευθεί άλλη φορά οποιαδήποτε θέση με εξουσία σε έναν πρόεδρο ο οποίος είναι πρόθυμος να κάνει τις επιλογές που έκανε ο Ντόναλντ Τραμπ στα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου;».
O Εντ Πίλκινγκον είναι ο επικεφαλής της δημοσιογραφικής ομάδας της «Guardian» στις ΗΠΑ και συγγραφέας του βιβλίου «Πέρα από τη μητέρα πατρίδα» (Beyond the Mother Country, εκδ I.B.Tauris)