Εάν το καλοσκεφτείτε, η κοινοβουλευτική δημοκρατία βασίζεται πάνω σε ένα λογικό οξύμωρο. Ακούγεται «πολύ καλό για να είναι αληθινό» (too good to be true), όπως λέμε στα χωριά μας, το ιδανικό μοτίβο «η πλειοψηφία ασκεί εξουσία και η μειοψηφία ελέγχει την εξουσία» – αλλά τι ακριβώς συμβαίνει όταν τόσο η πλειοψηφία όσο και η μειοψηφία βρίσκονται σε λάθος χέρια; «Η κοινοβουλευτική δημοκρατία», έχει πει ο Ουίνστον Τσόρτσιλ και πολλοί κατόπιν κατά κόρον, «είναι το χειρότερο πολίτευμα, εάν εξαιρέσεις όλα τα υπόλοιπα» και η εν λόγω ρήση, εκτός από πιασάρικη αυτή καθαυτήν, θέλει να εστιάσει την προσοχή μας σε κάτι πιο ουσιαστικό: η κοινοβουλευτική δημοκρατία έχει ενσωματώσει στη λειτουργία της ένα εσωτερικό σύστημα ελέγχου – όπως η επιστήμη, καλή ώρα – ικανό να επιδιορθώνει τα λάθη της, να αυτορυθμίζεται και να προχωράει παρακάτω. Οι σκεπτικιστές όμως θα επιμείνουν: τι γίνεται στην περίπτωση που το εσωτερικό σύστημα ελέγχου δυσλειτουργεί ή δεν λειτουργεί καθόλου; Ακόμη χειρότερα: τι γίνεται στην περίπτωση που ο τελικός κριτής – το εκλογικό σώμα – αγνοεί παντελώς ή/και δεν τρέφει την παραμικρή υπόληψη για το εσωτερικό σύστημα ελέγχου;
Τα παραδείγματα είναι πάμπολλα, αλλά θα περιοριστούμε σε δύο από τη σχετικά πρόσφατη ιστορία μας. Δύο θεσμούς που πέρασαν στη νομοθεσία μας με διαφορετική χρονοκαθυστέρηση. Το Σύνταγμα του 1975 προέβλεπε την κατάργηση της θανατικής ποινής για κάθε αδίκημα εκτός της εσχάτης προδοσίας εν καιρώ πολέμου, ο Ανδρέας Παπανδρέου την κατάργησε το 1993 διατηρώντας την εξαίρεση και ο Κώστας Καραμανλής επέκτεινε την κατάργησή της σε όλες τις περιπτώσεις το 2004. Αντιθέτως, η καθιέρωση του πολιτικού γάμου και η σχεδόν ταυτόχρονη κατάργηση της ποινικοποίησης της μοιχείας (Φεβρουάριο του 1982 η πρώτη, Αύγουστο της ίδιας χρονιάς η δεύτερη) πέρασαν με ταχύτατους ρυθμούς, καταδεικνύοντας τον βαθμό πρεμούρας του εκάστοτε ιθύνοντος αλλά και την πίεση της Ευρωπαϊκής Ενωσης για εναρμόνιση με το δικό της νομοθετικό πλαίσιο. Σε κάθε περίπτωση, το αίσθημα «δικαίου» της κοινής γνώμης ήταν πλειοψηφικά αντίθετο τόσο προς την κατάργηση της θανατικής ποινής όσο και προς την καθιέρωση του πολιτικού γάμου. Με άλλα λόγια; Εάν περιμέναμε να συναινέσει η πλειοψηφία, ακόμη θα… περιμέναμε.
Πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς; Καμία πλειοψηφία και καμία μειοψηφία δεν είναι απαλλαγμένη από τις εμμονές, τις προκαταλήψεις και τις δεισιδαιμονίες κάθε εποχής: αυτό που φαντάζει «εξωφρενικό» και «απαράδεκτο» σήμερα, μπορεί κάλλιστα να είναι ο «κοινός τόπος» εξήντα ή εβδομήντα χρόνια αργότερα. Ο Ντέιβιντ Λοτζ στη «Θεραπεία» γράφει ότι οιοσδήποτε έφηβος κατά τη δεκαετία του 1950 θα εκσπερμάτωνε με οιοδήποτε fake φιλί στην οθόνη, ενώ – συμπληρώνουμε εμείς – θα ήταν για τον έφηβο «κινέζικα» κάθε μνεία σε «σύμφωνο συμβίωσης», αλλοφύλων ή ομοφύλων, αδιάφορο.
Αυτός ο φανταστικός μας φίλος, ο νομοθέτης, πικρά γνωρίζει ότι εάν ακολουθούσε πάντοτε το «κοινό περί δικαίου αίσθημα», δεν θα καθάριζαν ποτέ οι πλατείες από κρεμασμένους στους φανοστάτες – εξού κι επικυρώνει τα πρωτόκολλα της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, με απτό αποτέλεσμα την εξαίρεση των εν λόγω Δικαιωμάτων κι Ελευθεριών από το κοινοβουλευτικό παζάρι. Δεν είναι αυτή παραβίαση ή έστω περιφρόνηση της γνώμης της πλειοψηφίας; Είναι. Μπορεί η πλειοψηφία να την ανατρέψει με την ψήφο της; Μπορεί, αλλά θα πρέπει να υποστεί και τις συνέπειες (τον αποκλεισμό της από την Ευρωπαϊκή Ενωση, λόγου χάριν). Είπαμε: με πλειοψηφία (σχετική) ήρθε στην εξουσία και ο Χίτλερ. Δεν σημαίνει ότι δεν θα κάνουμε τα πάντα για να μην ξανάρθει.