Τείχος προστασίας για τις οικονομικές διεκδικήσεις συνταξιούχων ύψωσε με πρόσφατη απόφασή του το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), κρίνοντας ότι είναι υποχρέωση των κρατών να εκδικάζουν άμεσα υποθέσεις που αφορούν κοινωνικές παροχές. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο του Στρασβούργου επανέλαβε ότι είναι καθήκον του κράτους να οργανώσει το δικαστικό του σύστημα με τέτοιο τρόπο, ώστε τα δικαστήριά του να μπορούν να ανταποκριθούν στην υποχρέωση εκδίκασης υποθέσεων και ιδιαίτερα αυτών που αφορούν τα μέσα διαβίωσης ενός ατόμου κατά απόλυτη προτεραιότητα και μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα.
Η απόφαση αυτή του ΕΔΔΑ αποκτά ιδιαίτερη σημασία καθώς και στη χώρα μας έχουν υπάρξει καθυστερήσεις και συνταξιούχοι έχει χρειαστεί να αναμένουν για μεγάλα χρονικά διαστήματα την έκδοση αποφάσεων, από τις οποίες εξαρτάται το ύψος των συντάξεών τους και κατ’ επέκταση το ύψος των εισοδημάτων τους και το επίπεδο της διαβίωσής τους.
ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΕΙΣ. Στην περίπτωση που εξέτασαν τα μέλη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, η έκδοση της απόφασης (σε εθνικό επίπεδο) καθυστέρησε τέσσερα ολόκληρα χρόνια, γεγονός που, σύμφωνα με το σκεπτικό της, συνιστά παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, με βάση τις αρχές της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Μάλιστα, στην Πολωνία, που είναι η χώρα η οποία καταδικάστηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, είχαν κατατεθεί 26.000 προσφυγές στα διοικητικά δικαστήρια κατά της μείωσης των συντάξεων. Ηταν τέτοια η καθυστέρηση, όμως, στην έκδοση των αποφάσεων που, όπως αναφέρει στην παρέμβασή της στο ΕΔΔΑ η Ομοσπονδία Ενωσης Ενστόλων Πολωνίας, είχαν αποβιώσει 2.000 προσφεύγοντες σε αναμονή της εξέτασης των προσφυγών τους από τα δικαστήρια.
Η ΠΟΛΩΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ. Ιδιαίτερη βαρύτητα για την ουσία της υπόθεσης, που δεν αφορά μόνο την Πολωνία, αλλά όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, έχει η σκέψη της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ότι οι συνταξιοδοτικές διαφορές εμπίπτουν σε μια συγκεκριμένη κατηγορία υποθέσεων που απαιτούν ιδιαίτερη επιμέλεια κατά την εξέτασή τους από τις εθνικές Αρχές. Και θέτοντας ως όριο το άρθρο 6 παράγραφο 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, επισημαίνει ότι τα συμβαλλόμενα κράτη έχουν την υποχρέωση να οργανώνουν τα δικαστικά τους συστήματα κατά τέτοιο τρόπο ώστε τα δικαστήριά τους να μπορούν να ικανοποιούν τις διεκδικήσεις των πολιτών και να εκδικάζουν τις υποθέσεις εντός εύλογου χρόνου.
Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παραπάνω περιστάσεις, το Δικαστήριο δεν βρήκε επαρκή αιτιολόγηση για την καθυστέρηση στην εξέταση της υπόθεσης του προσφεύγοντος και έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος από την καθυστέρηση της διαδικασίας.
Σύμφωνα με τα αναφερόμενα, η υπόθεση αφορούσε τη μείωση της σύνταξης γήρατος του προσφεύγοντος στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, βάσει νόμου που τέθηκε σε ισχύ το 2009 για πρώην διοικητικούς υπαλλήλους των ενόπλων δυνάμεων. Η προσφυγή του κατά της απόφασης για μείωση του συντάξιμου ποσού που ελάμβανε είχε κατατεθεί το 2017 και εκδικάστηκε το 2021. Στηριζόμενος στο άρθρο 6 παράγραφο 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη εντός εύλογου χρόνου) και στο άρθρο 13 (δικαίωμα σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο) της Σύμβασης, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι η διάρκεια της διαδικασίας ήταν υπερβολική και ότι δεν υπήρχε ένδικο βοήθημα για να υποβάλει αυτήν την καταγγελία σε εθνικό επίπεδο.
ΦΟΡΤΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. Είναι γεγονός, όπως δέχεται το Δικαστήριο, ότι το Περιφερειακό Δικαστήριο της Βαρσοβίας χρειάστηκε να αντιμετωπίσει έναν εξαιρετικά μεγάλο φόρτο εργασίας μετά τη μείωση των κοινωνικών παροχών για χιλιάδες πρώην υπαλλήλους των ενόπλων δυνάμεων. Ωστόσο, όπως σημειώθηκε παραπάνω, το Δικαστήριο του Στρασβούργου δέχθηκε ότι είναι καθήκον του κράτους να οργανώσει το δικαστικό του σύστημα με τέτοιο τρόπο ώστε τα δικαστήριά του να μπορούν να ανταποκριθούν στην υποχρέωση εκδίκασης των υποθέσεων εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η διαδικασία ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου εκκρεμούσε από τις 27 Φεβρουαρίου 2018, δηλαδή για περισσότερα από τέσσερα χρόνια, και δεν έχει εκδοθεί καμία απόφαση, παρά το γεγονός ότι η επίμαχη απόφαση αφορούσε τα μέσα διαβίωσης του προσφεύγοντος. Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, ο προσφεύγων λάμβανε το μειωμένο ποσό της σύνταξης. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι οι συνταξιοδοτικές διαφορές εμπίπτουν σε μια συγκεκριμένη κατηγορία υποθέσεων που απαιτούν ιδιαίτερη επιμέλεια κατά την εξέτασή τους από τις εθνικές Αρχές.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι η απόφαση επιδίκασε στον προσφεύγοντα ποσό 2.100 ευρώ για ηθική βλάβη και τα έξοδα και ποσό 763,05 για έξοδα και δαπάνες.