Από τα χέρια των περισσοτέρων – και μεγαλύτερης ηλικίας – εξ ημών έχει περάσει πολλές φορές το καφετί χαρτονόμισμα των 1.000 δρχ. με τη χάλκινη κεφαλή του Δία στη μία άκρη και το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου στην άλλη ή το κοκκινωπό κατοστάρικο – ένα από τα τελευταία δραχμικά τραπεζογραμμάτια που κυκλοφόρησε η Τράπεζα της Ελλάδος κατά την περίοδο 1980-1998 – με την Αθηνά του Πειραιά (όπως είναι γνωστό το εμβληματικό άγαλμα της θεάς στον τύπο της Προμάχου που φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά) και τον Αδαμάντιο Κοραή. Πόσοι όμως γνωρίζουμε τον δημιουργό τους που επιστράτευσε ως μοντέλο την κόρη του για να αποδώσει μια πολύ γνωστή μορφή σε ένα δημοφιλές χαρτονόμισμα, που υπήρξε βοηθός του Νίκου Χατζηκυριάκου – Γκίκα στο Πολυτεχνείο και που σχεδίασε (ανεξαρτήτως αν έμειναν στις μακέτες) χαρτονομίσματα από την Αργεντινή και τον Καναδά έως την Ταϊβάν και την Αυστραλία;
Φως σε αυτή την ελάχιστα γνωστή καλλιτεχνική προσωπικότητα στο ευρύ κοινό, τον ζωγράφο Γιάννη Στίνη, έρχεται να ρίξει η μελέτη της ιστορικού τέχνης και επιστημονικής υπεύθυνης και επιμελήτριας της συλλογής έργων τέχνης της ΤτΕ Χάριτος Κανελλοπούλου, η οποία και υπογράφει το νέο λεύκωμα – έκδοση του δραστήριου Κέντρου Πολιτισμού Ερευνας και Τεκμηρίωσης της ΤτΕ, υπό τον τίτλο «Γιάννης Στίνης, πορεία στον χρόνο».
Από την τεχνική υπηρεσία του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, για την οποία ετοίμαζε αρχιτεκτονικά σχέδια κτιρίων και αποθηκών, ως τις ανασκαφές του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στην Αίγινα και στον Κεραμεικό, όπου εργαζόταν ως σχεδιαστής, και από την έδρα της ζωγραφικής στην Αρχιτεκτονική Σχολή του ΕΜΠ ως βοηθός του Γκίκα έως την πρόσληψή του ως ζωγράφου στην Τράπεζα της Ελλάδος κατόπιν δημόσιου διαγωνισμού το 1949, σε ηλικία 35 ετών, ο Γιάννης Στίνης «μοιράστηκε ανάμεσα στην ελεύθερη ζωγραφική δημιουργία και στη φιλοτέχνηση μακετών και εκτελεσμένων τραπεζογραμματίων στο Ιδρυμα Εκτυπώσεως Τραπεζογραμματίων και Αξιών της ΤτΕ, αναδεικνύοντας τόσο την ευαισθησία του χρώματος όσο και τη δυναμική του σχεδίου», επισημαίνει η Χάρις Κανελλοπούλου. Και συνεχίζει: «Ο Γιάννης Στίνης ανήκει στους καλλιτέχνες που αφιερώνονται στην τέχνη τους επιλέγοντας έναν προσωπικό δρόμο πλήρωσης των αναζητήσεών τους και μεταφέροντας στα έργα τους το βάθος αυτής της αναζήτησης», αναφέρει για τον «αφοσιωμένο ζωγράφο και φίλεργο χαράκτη».
Ξεφυλλίζοντας το λεύκωμα, μέσα από τα μικρών κατά κύριο λόγο διαστάσεων έργα του Γιάννη Στίνη, το βλέμμα ταξιδεύει από την Πλάκα έως τη Σέριφο και από τον Πειραιά έως την Πάτμο, σε έργα που εκτέθηκαν από τον «Παρνασσό» έως τις Πανελλήνιες Καλλιτεχνικές Εκθέσεις στο Ζάππειο και επισημάνθηκαν από τους τεχνοκριτικούς της εποχής για «τους λεπτούς χρωματικούς τόνους και την ευγένεια των γραμμών» καθώς και για το έντονο «εκφραστικό στυλ».
Σήμερα μπορεί να είναι κάπως δύσκολο για κάποιον που θέλει να δει διά ζώσης και να περιεργαστεί την πινελιά του Γιάννη Στίνη. Ενα από τα έργα του εκτίθεται στην έκθεση «Θαλασσογραφίες» που φιλοξενείται έως τις 10 Σεπτεμβρίου στην Πινακοθήκη Κυκλάδων, στην Ερμούπολη Σύρου. Τα έργα του, όμως, που αποτυπώθηκαν πάνω στα χαρτονομίσματα έφτασαν σε κάθε γωνιά της χώρας και αποτελούσαν μέρος της καθημερινότητας των Ελλήνων για δεκαετίες. Η πρώτη εργασία του ήταν στο χαρτονόμισμα των 5.000 δρχ. που κυκλοφόρησε το 1951 και ως νέος τότε υπάλληλος είχε συνεργαστεί στη λιθογραφική εκτέλεση της πίσω όψης όπου απεικονιζόταν το έργο του Θεόδωρου Βρυζάκη «Η έξοδος του Μεσολογγίου». Το 1962 ταξίδεψε στην Ιταλία για μετεκπαίδευση σε νέες τεχνικές εκτύπωσης, με αποτέλεσμα να διευρύνει τις επαφές του και να ξεκινήσει διεθνείς συνεργασίες για τον σχεδιασμό μακετών τραπεζογραμματίων για χώρες όπως η Κίνα, το Ισραήλ και ο Καναδάς, ενώ ασχολήθηκε και με τα νομίσματα σχεδιάζοντας τις πρόσθιες όψεις των κερμάτων που κυκλοφόρησαν κατά την περίοδο της δικτατορίας, χαράσσοντας τον Φοίνικα σε κέρματα αξίας από 10 λεπτά έως 20 δρχ.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει για τον αναγνώστη το γεγονός ότι στις σελίδες του λευκώματος μπορεί να «τρυπώσει» και στην κουζίνα της παραγωγής ενός τραπεζογραμματίου, καθώς παρουσιάζεται, επί παραδείγματι, η μακέτα που έφτιαξε ο Γιάννης Στίνης με το κτίριο της Ακαδημίας Αθηνών για το χαρτονόμισμα των 100 δρχ. που κυκλοφόρησε το 1967 μαζί με το ίδιο το τραπεζογραμμάτιο και να διαπιστώσει τις διαφορές ανάμεσα στα δύο. Σε άλλο σημείο βλέπει την κόρη τού Στίνη, Μαρία, φωτογραφισμένη με παραδοσιακή στολή Υδραίας το 1959 στο Μουσείο Μπενάκη για λογαριασμό της ΤτΕ, φωτογραφία που χρησιμοποιήθηκε ως πρότυπο για την κόρη της Υδρας που σχεδίασε ο καλλιτέχνης για τις ανάγκες του χαρτονομίσματος των 1.000 δρχ. του 1971.
INFO
Χάρις Κανελλοπούλου, «Γιάννης Στίνης, πορεία στον χρόνο», εκδ. Κέντρο Πολιτισμού Ερευνας και Τεκμηρίωσης της Τραπέζης της Ελλάδος, σελ. 176, τιμή 20 ευρώ. Τα έσοδα από την πώληση του λευκώματος διατίθενται για φιλανθρωπικούς σκοπούς