«Για πολύ καιρό δεν είχα νιώσει σαν στο σπίτι μου», έγραψε ο Μαρκ Τουέιν φτάνοντας στην Οδησσό το 1867. Το στολίδι της Νέας Ρωσίας – μια όαση με θέατρο για ιταλική όπερα μέσα στην ουκρανική στέπα – θα φαινόταν κάτι απόμακρο για την κουλτούρα των ποταμόπλοιων από όπου είχε προβάλει ο Τουέιν. Αλλά η ομοιότητά της με την πατρίδα του, το Χάνιμπαλ, στο Μιζούρι, ήταν εκπληκτικά έντονη. Η Οδησσός, όπως και το Χάνιμπαλ, ήταν η ραγδαία αναπτυσσόμενη πόλη χτισμένη από ασβεστόλιθο, που απλωνόταν πάνω σε ένα πλέγμα στην άκρη του νερού.
Υπήρχε λόγος για την ομοιότητα: και οι δύο πόλεις ήταν λιμάνια μεταφοράς σιταριού. Η Μεγάλη Αικατερίνη είχε ιδρύσει την Οδησσό στη Μαύρη Θάλασσα το 1794 για να καταλάβει το εμπόριο σιτηρών και το Χάνιμπαλ ξεφύτρωσε στον ποταμό Μισισιπή μόλις 25 χρόνια αργότερα, καθώς το σιτάρι και άλλα προϊόντα περνούσαν από τις αποβάθρες του.
Εξαγωγές. Η επίσκεψη του Τουέιν στην Οδησσό έγινε σε ένα σημείο καμπής. Η Ουκρανία ήταν ο τροφοδότης άρτου της Ευρώπης, αλλά το εμπόριο σιταριού στις ΗΠΑ επρόκειτο να την ξεπεράσει. Μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα, η Νέα Υόρκη εξήγε τόσους τόνους σιτηρών την εβδομάδα όσους εξήγε ετησίως η Οδησσός στο απόγειό της. Σχεδόν τίποτα δεν είχε μεγαλύτερη σημασία από το εμπόριο των σιτηρών, υποστηρίζει ο ιστορικός Scott Reynolds Nelson στο βιβλίο του «Oceans of Grain: How American Wheat Remade the World», για το οποίο γράφει άρθρο στο «New York Review of Books» ο ιστορικός Daniel Immerwahr.
Το κόστος του εμπορίου σιταριού έθετε σοβαρούς περιορισμούς στην πολιτική την περίοδο πριν από τη Βιομηχανική Επανάσταση. Το πόσο μακριά θα μπορούσε να αναπτυχθεί μια πόλη ή θα μπορούσαν να προελαύνουν τα στρατεύματα εξαρτιόταν από την ποσότητα των σιτηρών που περνούσαν από τα κακοτράχαλα οδικά δίκτυα. Οι αυτοκρατορίες της εποχής επεδίωκαν να διατηρήσουν τις προμήθειές τους, τραβώντας τα σιτηρά προς το εσωτερικό τους από τις παρυφές τους, προς τις κεντρικές ηπειρωτικές πόλεις τους.
Αυτό το κεντρομόλο μοτίβο ροής σιτηρών απέρριψε η Μεγάλη Αικατερίνη όταν ίδρυσε την Οδησσό. Η Αικατερίνη προσπάθησε να αναπτύξει την αυτοκρατορία της Ρωσίας όχι με τη συσσώρευση σιτηρών αλλά πουλώντας τα στο εξωτερικό. Η Οδησσός θα ήταν το νέο της εμπορικό κέντρο και το ουκρανικό σιτάρι θα διοχετευόταν εκεί – και όχι στη Μόσχα – για να μεταφερθεί προς πώληση στη Δυτική Ευρώπη. Χάρη στα κέρδη από το σιτάρι η Οδησσός άκμασε και αναπτύχθηκε ταχύτερα από οποιαδήποτε άλλη μεγάλη πόλη στην Ευρώπη του 19ου αιώνα.
Γεωγραφική θέση. Η ατυχής γεωγραφική θέση επέβαλλε στα ρωσικά πλοία που μετέφεραν τα σιτηρά να περνάνε από τα στενά του Βοσπόρου και των Δαρδανελλίων, που ελέγχονταν και τα δύο από τους Οθωμανούς, για να φτάσουν στις ευρωπαϊκές αγορές. Το 1853 ο τσάρος Νικόλαος Α΄ δεν το ανέχτηκε και προκάλεσε τον Κριμαϊκό Πόλεμο. Ο Νικόλαος έσφαλε σταματώντας τις εξαγωγές σιτηρών στην αρχή του πολέμου, πιθανώς για να διατηρήσει τις προμήθειες για τον στρατό του. Η κίνησή του πυροδότησε εξεγέρσεις στην Αγγλία λόγω έλλειψης ψωμιού και δραματοποίησε για τη Βρετανία και τη Γαλλία τους κινδύνους να βασίζονται στα ρωσικά σιτηρά, γι’ αυτό και μπήκαν στον πόλεμο με το μέρος της οθωμανικής πλευράς, καταστρέφοντας τις εδαφικές φιλοδοξίες, την οικονομία της Ρωσίας και τον έλεγχο του εμπορίου σιταριού.
Η ρωσική γεωργία εισήλθε σε μια σκοτεινή περίοδο τουλάχιστον για έναν αιώνα. Οι προοπτικές για το ρωσικό σιτάρι εξασθένησαν περισσότερο παραμονές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν οι Οθωμανοί έκλεισαν τα στενά του Βοσπόρου και των Δαρδανελλίων, εμποδίζοντας εξ ολοκλήρου τις εξαγωγές σιτηρών προς τη Δύση. Η παγκόσμια σύγκρουση που ακολούθησε είχε προέλευση που ξεπέρασε κατά πολύ το εμπόριο σιταριού στη Μαύρη Θάλασσα. Αλλά «τα σιτηρά ήταν το κλειδί σχεδόν σε κάθε στάδιο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου», παρατηρεί στο βιβλίο του ο Νέλσον. Με συνέπεια οι ρωσικές ελλείψεις σιτηρών να προκαλέσουν νέες εξεγέρσεις των εξαθλιωμένων γεωργών και να οδηγήσουν σε ταραχές λόγω έλλειψης ψωμιού και στην Κομμουνιστική Επανάσταση, που κατέστρεψε την Οδησσό.
Ο Ιωσήφ Στάλιν, στις αρχές της δεκαετίας του 1930, ήταν εκείνος που κατάσχεσε τις ουκρανικές σοδειές, αφήνοντας τους αγρότες να λιμοκτονήσουν για να ταΐσει τις σοβιετικές πόλεις. Οι Ουκρανοί μέχρι σήμερα αναφέρονται σε αυτό ως «holodomor» (θανάτωση από πείνα).
Οι σοβιετικοί ηγέτες συνέχισαν να παλεύουν διαρκώς με αυτό που αποκαλούσαν «πρόβλημα των σιτηρών». Αν και ξεπέρασαν τους λιμούς μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ποτέ δεν αποκατέστησαν τη χώρα τους στην ένδοξη εποχή του 19ου αιώνα χάρη στις εξαγωγές των σιτηρών.
Επισιτιστική κρίση. Σήμερα η εξαγωγική ροή και το εμπόριο των σιτηρών απασχολούν τον Βλαντίμιρ Πούτιν. Η επισιτιστική ασφάλεια ήταν ένα «κεντρικό μέλημα της κυβέρνησης Πούτιν», γράφει η ιστορικός Susanne A. Wengle. Με ποσοστώσεις, φορολογικές ελαφρύνσεις και επιδοτήσεις, ο Πούτιν τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχει ενισχύσει την αγροτική οικονομία οικοδομώντας εκ νέου τη ρωσική παραγωγή σιτηρών. Γεγονός που βοήθησε τη ρωσική οικονομία να προστατευτεί από τις διεθνείς κυρώσεις.
Η Ρωσία αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 16% των διεθνών εξαγωγών, καθιστώντας την και πάλι τον μεγαλύτερο εξαγωγέα σιταριού στον κόσμο. Εάν απορροφούσε ή αποκτούσε τον έλεγχο της Ουκρανίας, αυτός ο αριθμός θα πλησίαζε το 30%, ένα «απίστευτα μεγάλο» τμήμα της αγοράς, παρατήρησε ο οικονομικός ιστορικός Adam Tooze. Τότε ο Πούτιν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το σιτάρι ως ένα ακόμη πιο τρομερό όπλο.
«Κάθε επίδοξη αυτοκρατορία ευδοκιμεί με την παγκόσμια διακίνηση τροφίμων και ενέργειας», σημείωνε ο Νέλσον στα τέλη Φεβρουαρίου, τελειώνοντας το βιβλίο του πριν από την εισβολή του Πούτιν. Για το καλό του κόσμου, ας ελπίσουμε ότι ο Νέλσον κάνει λάθος.