«Aμα δεις τι κουβαλάω μέσα στο δισάκι μου…» τραγουδούσε ο Τόλης Βοσκόπουλος. Ο στίχος παρά τη φαινομενική του απλοϊκότητα λειτουργεί περίφημα.
Καθείς ταυτίζεται με τον μοναχικό περιπατητή που έχει ανεβοκατέβει βουνά, που έχει καραβοτσακιστεί, διψάσει και λιμοκτονήσει, έχει δεχθεί επίθεση ληστών, θηρίων, που έχει κοιμηθεί πάνω σε πέτρες ή σε κακόφημα πανδοχεία, μια μάγισσα, μία νεαρή καλόγρια σκαστή από το μοναστήρι της, ο γιoς έστω της μυλωνούς τον γλέντησε με χάδια και φιλιά. Καθένας από την αρχή της Ιστορίας, αφότου ο homo sapiens νοικοκυρεύτηκε, απάγκιασε, έγινε κτηνοτρόφος και καλλιεργητής, απέκτησε οικογένεια και περιουσία για να τις προσκυνά και να τις καταριέται, καθένας νοσταλγεί την προηγούμενη φάση. Του τροφοσυλλέκτη. Του κυνηγού. Του «όπου γης και πατρίς» τυχοδιώκτη. Ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες – μπαρουτοκαπνισμένος ο ίδιος, είχε χάσει το χέρι του στη Ναυμαχία της Ναυπάκτου – έβγαλε γλώσσα στα περιπετειώδη ρομάντζα. Εγραψε τον Δον Κιχώτη. Μα ο «Ιππότης της Ελεεινής Μορφής», ο νεραϊδοκρουσμένος, ο ζαβός, που άλλα βλέπει κι άλλα καταλαβαίνει, που αλλού πατάει κι αλλού βρίσκεται, αντί για κωμική φιγούρα αναδείχθηκε σε σύμβολο της ανθρώπινης κατάστασης. Διότι έτσι κάνουμε όλοι, ανέκαθεν. Ζούμε σε κόσμους που μισοπραγματικοί, μισογυρνάμενοι μες στο μυαλό μας είναι. Πάσχουμε, παθιαζόμαστε, ερωτευόμαστε, πενθούμε, ανακαλύπτουμε το νόημα της ύπαρξης σε θρησκείες και ιδεολογίες – εύρηκα!» αλαλάζουμε -, χτίζουμε μέσα μας ναούς, όσο όμορφους, άλλο τόσο ετοιμόρροπους από κατασκευής. Πάντα σκιάς ασθενέστερα, πάντα ονείρων απατηλότερα, μία ροπή και ταύτα πάντα θάνατος διαδέχεται… Δεν το ξεχνάμε στιγμή κατά βάθος. Μα συνεχίζουμε.
Το ζήτημα είναι το δισάκι. Που – τι παράλογο! – σε βαραίνει στον κατήφορο, όταν θες να τρέξεις ξένοιαστος, μα στον ανήφορο σού δίνει φτερά. Που περιέχει το ψυχικό σου βιος. Ο,τι αγάπησες, ό,τι σε καθόρισε. Ο,τι δεν εννοείς να αποχωριστείς κι ας νιώθεις ώρες-ώρες υποζύγιό του. Και ας εξανίστασαι στην υποψία, στη βεβαιότητα, ότι αξίζει ασυγκρίτως περισσότερο από εσένα τον ίδιο.
Στις τρεις Αυγούστου γίνομαι πενήντα έξι. Τι κουβαλάω μέσα στο δισάκι μου;
Από βιβλία, το πρώτο μυθιστόρημα που διάβασα ποτέ, τη «Μυστηριώδη νήσο» του Ιουλίου Βερν. Τα Απαντα του Καβάφη. Δέκα ποιήματα του Σικελιανού. Την «Ανθρώπινη κωμωδία» του Μπαλζάκ και το «Εγκλημα και Τιμωρία» του Ντοστογέφσκι. Το «Πόλεμος και Ειρήνη» και το «Αννα Καρένινα» του Τολστόι. Το «Μπουβάρ και Πεκισέ» του Φλομπέρ. Το «Ο Απατεώνας Φέλιξ Κρουλ» του Τόμας Μαν. Το «Ο φύλακας στη σίκαλη» του Τζ.Ντ. Σάλιντζερ. Το «Γατόπαρδος» του Λαμπεντούζα. Το «Ο μετρ και η Μαργαρίτα» του Μπουλγκάκοβ. Τον Ανδρέα Εμπειρίκο. Το «Γιούγκερμαν» του Καραγάτση και το «Κιβώτιο» του Αλεξάνδρου και το «Τρίτο Στεφάνι» του Ταχτσή. Και πάνω-πάνω, είδη πρώτης ανάγκης, τα Επη του Ομήρου. Και τα Ευαγγέλια.
Από μουσικές, τους Μπιτλς, τους Ρόλινγκ Στόουνς και τους Κουίν. Τον Ελβις Πρίσλεϊ και τον Ντέιβιντ Μπάουι. Την Πιάφ και τον Αζναβούρ. Τον όλο Τσιτσάνη με τους δύο γιους του, Θεοδωράκη, Χατζιδάκι. Τον Σαββόπουλο. Τον Ζαμπέτα. Τον Χιώτη. Τον Ακη Πάνου. Και ασφαλώς τον ένθεο Μότσαρτ, τον Βέρντι, τον Ροσίνι, τον Μπιζέ και τον Λιστ.
Από ταινίες, την τριλογία «Νονός» μα και την «Αποκάλυψη τώρα» του Κόπολα. Ο,τι γύρισε ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ και ο Ορσον Γουέλς, ο Βισκόντι και ο Φελίνι. Το «Με κομμένη την ανάσα» του Γκοντάρ και το «Οι εντιμότατοι φίλοι μου» του Μονιτσέλι. Τον Γιώργο Τζαβέλλα και τον Μιχάλη Κακογιάννη. Το «Βίος και Πολιτεία» του Περάκη και το «Ας περιμένουν οι γυναίκες» του Τσιώλη.
Κι από στιγμές; Φιλίες, έρωτες, γλέντια, καβγάδες; Ιντριγκες και φάρσες; Γεννήσεις και αποχωρισμοί, θάνατοι φρικτοί και θάνατοι γλυκείς, στην ώρα τους; Να αλλάζω πάνες στη θυγατέρα μου, ό,τι πιο τρυφερό έχω κάνει ποτέ;
Αυτά θα τα διηγηθώ στο νεκροκρέβατό μου. Κι έπειτα το δισάκι θα σκιστεί, το περιεχόμενό του θα κυλήσει ελεύθερο. Ωσπου να καταλήξει σε κάποιου άλλου το δισάκι.