Πάντοτε και για κάθε ζήτημα θα βρίσκονται ανάμεσά μας εκείνοι που βλέπουν το ποτήρι μισογεμάτο κι εκείνοι που βλέπουν το ποτήρι μισοάδειο. Ο πεσιμισμός και ο οπτιμισμός δεν είναι παρά οι δύο όψεις του ίδιου κάλπικου νομίσματος – εάν μάλιστα αυτονομηθούν πλήρως από την πραγματικότητα ή, ακόμη χειρότερα, την προσαρμόσουν στις προκρούστειες κλίνες τους πετσοκόβοντας ή εξαρθρώνοντάς την, ο κίνδυνος από αμφότερους παύει αργά ή γρήγορα να είναι καθαρά φιλολογικός και μας επιφυλάσσει συνήθως επώδυνες εκπλήξεις.
Πάρτε για παράδειγμα τα social media. Από την πρώτη στιγμή που εισέβαλαν στη ζωή μας, προς τα μέσα της δεκαετίας του 2000, οι περισσότεροι από εμάς τα χαιρέτισαν ως μια πρωτόγνωρη για την ανθρωπότητα τεχνολογική εμπειρία, ως μια επικοινωνιακή «σκουληκότρυπα» που καταργούσε εν μία νυκτί γεωγραφικές αποστάσεις και γλωσσικούς φραγμούς (ακόμη και με τα ξεκαρδιστικά αποτελέσματα του αυτόματου μεταφραστή) και μας παρείχε τη μοναδική δυνατότητα (εντελώς δωρεάν, μάλιστα, έτσι νομίζαμε οι αφελείς) να ανταλλάσσουμε σκέψεις, προβληματισμούς, φόβους κι επιθυμίες με άλλους «χρήστες» που πιθανόν δεν θα συναντούσαμε ποτέ στην αληθινή ζωή, από την απέναντι πολυκατοικία έως τα πέρατα της οικουμένης. Οταν η κατάσταση άρχισε να κακοφορμίζει κι εμείς εκόντες άκοντες πονηρέψαμε, εξακολουθήσαμε – όσοι βλέπαμε το ποτήρι μισογεμάτο – να προσφέρουμε άλλοθι στα social media και να υπερασπιζόμαστε τον εγγενή θετικό τους ρόλο. «Σύμφωνοι», λέγαμε σε όσους το έβλεπαν μισοάδειο, πιστεύοντας κάθε μέρα στα ίδια μας τα λόγια όλο και λιγότερο, «η επικοινωνιακή “σκουληκότρυπα” χρησιμεύει για να μεταφέρονται στην άλλη άκρη της Γης κάθε λογής τοξικές ακαθαρσίες, από fake news μέχρι χολερικές διαβολές, αλλά δεν είναι χίλιες φορές καλύτερα να εκτονωνόμαστε μέσα στο Διαδίκτυο παρά έξω από αυτό; Φαντάζεστε να κατέβαιναν όλοι ετούτοι οι κακόπιστοι και οι παραπληροφορημένοι κατευθείαν στους δρόμους; Κάποια στιγμή θα βαρεθούν να αφοδεύουν πάνω στα πληκτρολόγιά τους. Με το πλήρωμα του χρόνου θα ξεθυμάνουν».
Δίχως να αποκλείουμε παντελώς την πιθανότητα να συμβεί κάποτε και αυτό το θαύμα (με τη μεσολάβηση πιθανόν μιας τεραστίων διαστάσεων καταστροφής, που θα αναλάβει να μας διδάξει την ανοχή με τον σκληρό τρόπο), προς το παρόν παρακολουθούμε να συμβαίνει σε παγκόσμια κλίμακα το ακριβώς αντίθετο: η δυσανεξία προελαύνει. Αντί η δυσανεξία να οδηγεί στον κορεσμό της, οδηγεί στην ανατροφοδότηση και στην αναζωπύρωσή της. Αντί να βλέπουμε στην έξοδο από το τούνελ την απεξάρτηση, χωνόμαστε όλο και βαθύτερα στο σκοτάδι του εθισμού: διψάμε και πεινάμε όλο και πιο πολύ για υβριστικά σχόλια, προπηλακισμούς, διασυρμούς, λαϊκά δικαστήρια, δολοφονίες χαρακτήρων, cancel culture… Οπως στην αρχαία Αθήνα, στην περίπτωση του Αριστείδη, αρκούσε για τον εξοστρακισμό του να βρεθεί κάποιος (πολλοί… κάποιοι) που να έχει βαρεθεί να ακούει πόσο «δίκαιος» είναι, έτσι και σήμερα, με την ανεκτίμητη συμβολή κακόβουλων λογισμικών, μπορεί να βρεθείς στιγματισμένος και αποκλεισμένος – για πόσο καιρό άραγε; Από λίγες ώρες έως τον αιώνα τον άπαντα. Ακόμη και όταν καλλιεργείς τον ευσεβή πόθο ότι, πού θα πάει, αύριο-μεθαύριο θα βγουν προς άγραν φρέσκης λείας, εσένα θα σε ξεχάσουν, ο ανηλεής «ενεστώτας διαρκείας» του Διαδικτύου, η ανέλκυση του ονόματός σου με το απλό πάτημα ενός πλήκτρου, σε δίνει εκ νέου τροφή στα σκυλιά. Δεν είσαι πια ένα σύνολο από συμβάντα, άλλα με ευτυχή και άλλα με ατυχή κατάληξη. Είσαι όμηρος της πιο πρόσφατης ατάκας σου, ανεξάρτητα από τον βαθμό που παρερμηνεύθηκε ή διαστρεβλώθηκε. «Μετά την απομάκρυνση εκ του ταμείου ουδέν λάθος αναγνωρίζεται». Οχι πλέον. Είτε πλησιάζεις είτε απομακρύνεσαι, το ταμείο δεν έχει πια καμία σχέση.