Το καλοκαίρι πάντα επιφύλασσε πολιτικές ανατροπές. Οχι μόνο το 1974 με την κυπριακή προδοσία, τραγωδία και τη σχεδόν ταυτόχρονη επάνοδο της δημοκρατίας στην Ελλάδα, αλλά ακόμα και τις ανέφελες περιόδους, που κυβερνητικά στελέχη και τιτλούχοι έκαναν μπάνιο στον Αστέρα Βουλιαγμένης ή την περίοδο των αγράμματων ρεπορτάζ για τα μπάνια του «life style λαού» στη Μύκονο, τη δεκαετία του ’90. Ελληνοτουρκική κρίση, πυρκαγιές, πολιτικές φήμες και life style αποτελούσαν και αποτελούν τόσο κατά τις περιόδους ευεξίας όσο και στη σημερινή, της καχεξίας, τις κύριες ορίζουσες του βαθύτατου πολιτικού και πολιτιστικού προβλήματος που συνθλίβει τη χώρα.
Αυτό που σήμερα δημιουργεί θλίψη και αγωνία δεν είναι μόνο η πιθανότητα ιστορικής επανάληψης, αλλά η σκοτεινή αίσθηση του επερχόμενου, βαρύτατου οικονομικά και υγειονομικά, χειμώνα στον συνδυασμό της με μια γενική πολιτική απραξία. Η τελευταία δεν αφορά μόνο ή κυρίως το, ούτως ή άλλως, αυτοσυντηρητικό πολιτικό σύστημα. Κυρίως, αφορά μια συλλογική πολιτική υποχώρηση, μια έλλειψη πολιτικών πρωτοβουλιών, κινήσεων, «από τα κάτω» που, εκτός των άλλων, θα μεταβόλιζαν το απόθεμα οργής και απελπισίας. Η νοοτροπία μιας λαϊκής και εν τέλει απενοχοποιητικής «ανάθεσης» έχει κατισχύσει, αλλά έτσι η πολιτική έκφραση στρέφεται «προς τα μέσα», ήτοι δεν μπορεί να μετεξελιχθεί σε συγκροτημένη πεποίθηση, να ωριμάσει σε πολιτική επιλογή, να μετασχηματιστεί ποιοτικά. Παραμένει ένα έλος υπό μορφή καζανιού που βράζει.
Φυσικά οι όποιες μαζικές πρωτοβουλίες βαφτίζονται «λαϊκισμός» και ξεμπερδεύουμε. Μάλιστα, όπως γράφει ο Taguieff, «σε πολλές χώρες… η τοποθέτηση τεχνοκρατικών κυβερνήσεων ισοδυναμεί με το να εγκαταλείπεται ο ισχυρός μοχλός ενθουσιασμού και ελπίδας για αλλαγή, στους δημαγωγούς…». Να σημειώσω ότι τα social media εκφράζουν μεν μια κινητικότητα, κάνουν έναν θόρυβο, δεν αποτελούν όμως το ισοδύναμο μιας πολιτικής ενεργητικότητας. Για παράδειγμα οι τελευταίες διαμαρτυρίες για τις, συχνά εξοργιστικές, ασυμμετρίες στις αποφάσεις της Δικαιοσύνης ή για τα πενιχρά αποτελέσματα της soft politic (της επιδοματοκρατίας, της υγειονομικής και πυροσβεστικής ατζαμοσύνης) που αποτυπώνουν το κυβερνητικό πρόβλημα ποιότητας και φαντασίας, δεν συγκροτούν (τουλάχιστον ακόμα) δομημένη πολιτική θέση, δεν οδηγούν σε πολιτική αναμόρφωση, αλλά σε σκόρπιες θυμικές αντιδράσεις.
Προδικτατορικά, οι μεγάλες κινητοποιήσεις του παπανδρεϊκού Κέντρου και της Αριστεράς, απέναντι στην αυταρχική Δεξιά και το παρακρατικό Παλάτι, εκκινούσαν από ένα αίσθημα αδιευθέτητου δικαίου. Ο κόσμος του Κέντρου δεν επιτρεπόταν να κυβερνήσει και ο κόσμος της Αριστεράς δεν επιτρέπονταν να υπάρξει. Ακόμα και ένα τμήμα της δημοκρατικής Δεξιάς περιθωριοποιούνταν από το πλέγμα αδίστακτων κομματαρχών και παρασιτικών εργοληπτών.
Σήμερα η εξουσία έχει διαχυθεί σαν Ιανός, σε ένα επιτρεπτικό και συγχρόνως αποτρεπτικό σύστημα διοίκησης που διεκδικεί τον ρόλο ηθικής επιτομής. Συμπαράταξη μέγιστης αποτροπής και ανάγωγης θρασύτητας – ο καθένας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει και συγχρόνως ο καθένας δεν μπορεί να κάνει κιχ. Ταυτόχρονα. Για παράδειγμα μπορούν να σε μπουζουριάσουν ενώ αγοράζεις μια τυρόπιτα στην πλατεία Εξαρχείων και συγχρόνως μπορείς να καθυβρίσεις διαδικτυακά, τον καθένα, ατιμώρητα. Ενας δυσώδης πειρατικός φτωχοκαπιταλισμός και μια διαδικτυακή γραφειοκρατία που ενδύονται τον ρόλο φονξιοναλισμού.
Παρ’ όλ’ αυτά, είναι υπέροχο το καλοκαίρι. Στους μεγάλους θυμίζει τα παιδικά τους χρόνια, οι μικροί ζούνε τα παιδικά τους χρόνια. Ακόμα και σε ένα διαμέρισμα στη βραστερή Αθήνα μπορεί κανείς να ανακαλέσει την ευτυχία. Ή μήπως όχι;
«Η παρούσα δυστυχία μου οφείλεται στο ότι ζηλεύω το παρελθόν μου» τορπιλίζει ο Kierkegaard.