Ο Απόστολος Καλδάρας είναι μυθικό πρόσωπο στο ελληνικό τραγούδι και λόγω έργου και λόγω στάσης ζωής. Φέτος είναι τα εκατό χρόνια από τη γέννησή του και μια σειρά συναυλιών και εκδηλώσεων θυμίζουν πως η δημιουργία στον απόλυτο ορισμό της είναι διαχρονική και υπερβαίνει τις γενιές. Ο γιος του Κώστας Καλδάρας είναι ταγμένος όχι μόνο στη μνήμη του Απόστολου, μα στο διαρκές παρόν του. Ο Κώστας, δημιουργός ο ίδιος με μεγάλες συνεργασίες (π.χ. με τον Γιώργο Νταλάρα στη «Νυχτερινή κυβέρνηση») διαφυλάττει τις δύο όψεις του Απόστολου και μας μιλάει για αυτές. Εκείνη του διάσημου καλλιτέχνη. Αλλά και εκείνη του πατέρα. «Παιδί» της αποκέντρωσης ο Κώστας Καλδάρας ζει μόνιμα πια στη Νάουσα, είναι εικαστικός και πάντα μουσικός, αλλά και κατορθώνει να βρίσκεται στο κέντρο του προβληματισμού για την κοινωνία και την τέχνη, αλλά και στον αγώνα μαζί με συναδέλφους του για το μείζον θέμα των πνευματικών δικαιωμάτων.
Είναι φέτος τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Απόστολου Καλδάρα. Σκέφτομαι πως για εμάς είναι ο μεγάλος δημιουργός, όμως για εσάς είναι ο πατέρας σας. Πώς, αλήθεια, χειρίζεστε αυτό το διττό του προσώπου;
Είναι πολύ δύσκολο να πεις κάτι για τον άνθρωπο που σε μεγάλωσε και σου λείπει πάνω από τριάντα χρόνια. Στο μεταξύ κι εσύ μεγαλώνεις, κάνεις οικογένεια, γίνεσαι γονιός, παράδειγμα και σημείο αναφοράς. Το ξέρω ότι ζει μέσα από τα τραγούδια του, όπως λέγεται, αλλά αυτό δεν μου φτάνει. Οι μελωδίες του, οι στίχοι του, είναι παντοτινά, μα δεν μπορώ να συζητήσω ή να τσακωθώ μαζί του, να τον αγγίξω, ούτε να τους σφίξω το χέρι… Οπως τότε, τη στιγμή που μου είπε: «…Είμαι καλά! Ο,τι και να γίνει είμαι ευτυχισμένος. Εκανα μια οικογένεια που την αγάπησα και μ’ αγάπησε. Στη ζωή μου δούλεψα πολύ και πιστεύω ότι έκανα καλά τη δουλειά μου…».
Νιώθω πως ο Καλδάρας είχε τρεις εποχές. Μετεμφυλιακό λαϊκό, λαϊκά του ’60 και μετά τα 60s: Με άξονα τα έργα «Μικρά Ασία» και «Βυζαντινός Εσπερινός» (σε στίχους του μεγάλου Λευτέρη Παπαδόπουλου). Ηταν έτσι για εσάς;
Θα συμφωνήσω απόλυτα. Ο Απόστολος Καλδάρας είχε πράγματι τρεις εποχές, τρεις περιόδους δημιουργίας. Η πρώτη ήταν της ανάγκης. Αφησε τη Γεωπονική Σχολή για να μπορέσει να βγάλει τα προς το ζην – όπως έλεγε. Παίρνοντας κάποια μαθήματα στο μπουζούκι και την κιθάρα από συγγενείς και προσθέτοντας το μεγάλο του ταλέντο, βρήκε αμέσως κάποιες δουλειές ως μουσικός σε Τρίκαλα, Λάρισα, Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια στην Αθήνα. Παράλληλα άρχισε να γράφει και να παίζει και δικά του τραγούδια, που είχαν άμεση ανταπόκριση κι επιτυχία. «Μάγκας βγήκε για σεργιάνι», «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι», «Εβίβα ρεμπέτες», «Σ’ ένα βράχο φαγωμένο» κ.λπ. Με αυτή την παρακαταθήκη μπήκε στην ελληνική δισκογραφία, παρά τις αντίξοες συνθήκες και τις όποιες δυσκολίες. Κριτής της επιτυχίας ήταν ο κόσμος, το κοινό, που τον κρατούσε στη δουλειά. Ετσι αυτή η περίοδος χαρακτηρίζεται από την εξωστρέφεια των τραγουδιών του, αλλά και την τεράστια προοπτική του Απόστολου Καλδάρα στο ελληνικό τραγούδι.
Η δεύτερη;
Η δεύτερη περίοδος ήταν της εσωστρέφειας. Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 ο πατέρας μου πάλευε με τον χαμό της εντεκάχρονης αδελφής μου. Ανισος αγώνας και αξεπέραστη θλίψη. Ευτυχώς η Τέχνη τού στάθηκε μεγάλος σύμμαχος σε αυτό το τραγικό γεγονός. Τα τραγούδια του πλέον απέκτησαν πιο λυρική μορφή. Η εγγενής λαϊκή μορφή τους επηρεάστηκε απόλυτα από το συναίσθημα και στον λόγο και στη μελωδία. «Ενα αστέρι πέφτει – πέφτει», «Μην τα φιλάς τα μάτια μου», «Ονειρο απατηλό», «Αλλοτινές εποχές», αλλά και «Η φαντασία», «Της Μοίρας το παιχνίδι» κ.λπ. Η τρίτη περίοδος ήταν της απελευθερωμένης κι απόλυτης ωριμότητας. Είχαν έρθει στη δισκογραφία τα LPs. Οι «μεγάλοι δίσκοι» των 73 στροφών που επέτρεπαν πλέον στους δημιουργούς να παρουσιάσουν ολοκληρωμένα έργα. Αυτές οι συνθήκες ελευθέρωσαν τη δημιουργικότητα του Απόστολου και μαζί με τον Πυθαγόρα αρχικά και με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο στη συνέχεια έδωσε στο ελληνικό τραγούδι δύο δίσκους-σταθμούς. Τη «Μικρά Ασία» και τον «Βυζαντινό Εσπερινό». Η θεματολογία τους, η ενορχήστρωση και οι μελωδίες τους άγγιξαν τον Ελληνισμό σε όλο τον κόσμο. Μιλώντας για τη προσφυγιά, αλλά και την αδελφοσύνη των λαών, μέσα από μελωδίες βασισμένες στη βυζαντινή μας μουσική και τους δρόμους, αυτά τα δύο έργα έγιναν σημείο αναφοράς για την κοινωνία, αλλά και δίδαγμα συνθετικής δημιουργίας και αξίας. Ως συνδετικό κρίκο αυτών των τριών περιόδων του Απόστολου Καλδάρα μπορούμε συμπερασματικά να μιλήσουμε για μια 40χρονη πρωτοπορία του συνθέτη.
Πού αποδίδετε τη μεγάλη του μουσική ευελιξία; Γράφει με επιτυχία ρεμπέτικο το 1947 και τις «Μπαλάντες του περιθωρίου» στη Μεταπολίτευση.
Ηταν δημιουργικός κι ανήσυχος. Δεν τον επηρέαζε καθόλου η όποια καλλιτεχνική φήμη, η οποία φυσικά ήρθε (με το σταγονόμετρο) πολύ αργότερα. Ηταν ένας πολύ μορφωμένος άνθρωπος, που διάβαζε συνέχεια, αλλά και δούλευε ακατάπαυστα. Η αλήθεια είναι ότι τα χρόνια μέχρι να σταματήσει τη δουλειά στα νυχτερινά μαγαζιά τον είχαμε στερηθεί πολύ, αλλά ήταν η δουλειά του. Αυτή η σκληρή δουλειά που τα περισσότερα χρόνια ήταν στην απαξία, ή ακόμη και στο περιθώριο, αυτή όμως του έδινε τη δυνατότητα να ζήσει την οικογένειά του. Ηθελε λοιπόν να είναι πάντα παρών στη δισκογραφία, αλλά και στην πρωτοπορία, όχι μόνο καλλιτεχνικά, αλλά κι εμπορικά. Αυτή του η επιθυμία μαζί με το αστείρευτο ταλέντο του και τη συνεχή μελέτη τού έδωσαν τη δυνατότητα να εξελίσσεται, να προσαρμόζεται στις αλλαγές των καιρών και να είναι παρών στην ελληνική δισκογραφία μέχρι το τέλος. Κάτι που ελάχιστοι δημιουργοί έχουν καταφέρει.
Βίρβος. Ευτυχία. Πυθαγόρας. Ο Καλδάρας γράφει με την πρώτη μεταπολεμική τρόικα του λαϊκού. Τι θυμάστε από τον καθένα και τι σημασία είχε η κάθε σύμπραξη;
Συνοπτικά, με τον Κώστα Βίρβο είχαν κοινή «περπατησιά», από τους δρόμους των Τρικάλων, που τους οδήγησε σε όλη την πορεία τους μέχρι και στη συνεργασία του τελευταίου ουσιαστικά δίσκου του Απόστολου, τις «Μπαλάντες του περιθωρίου» στον Σείριο του Μάνου Χατζιδάκι. Η Ευτυχία ήταν η καλλιτεχνική «ερωμένη» του, ένα μέλος της οικογένειάς μας κι ο Πυθαγόρας ένας στενός φίλος, ένας πρωτοποριακός στιχουργός, ένας πληθωρικός και ανοιχτός άνθρωπος που ζούσε κάθε στιγμή της ζωής του. Ο Πυθαγόρας αγαπούσε πολύ τον πατέρα μου, όπως και όλη την οικογένειά μας. Ακόμη θυμάμαι τις εκδρομές μας, αλλά και το χαρτζιλίκι που μου είχε στείλει όταν σπούδαζα φοιτητής στη Ρουμανία.
Με την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου δεθήκατε στενά. Τι θυμάστε από κείνη;
Η Ευτυχία αποτέλεσε ένα ξεχωριστό κεφάλαιο για την καλλιτεχνική πορεία του πατέρα μου, αλλά και ένα ξεχωριστό άτομο για την οικογένειά μας. Την αισθανόμουν σαν τη γιαγιά μου, τη λίγο τρελούτσικη. Κάποτε, όταν χάσαμε την αδελφή μου, τις πρώτες δύσκολες μέρες, χτυπάει το κουδούνι και τρέχω να ανοίξω την πόρτα. Τι να δω… την Ευτυχία ντυμένη μπαλαρίνα, να μπαίνει μέσα στο διαμέρισμα χορεύοντας και τραγουδώντας. Δεν χρειάζεται από εμένα η εξήγηση αυτής της υπέροχης πράξης. Είναι αυτονόητη. Αυτή ήταν όμως η Ευτυχία, η «γριά» του ελληνικού τραγουδιού, που πείραζε τον Απόστολο Καλδάρα και τον αποκαλούσε «τσιγκούνη βλάχο» από τότε που δεν είχε δεχτεί να αγοράσει τους στίχους της με ψίχουλα και την έβαλε στη διανομή των πνευματικών δικαιωμάτων, αλλά και στο πάνθεον των μεγαλύτερων στιχουργών, γράφοντας με μεγάλα γράμματα το όνομά της στους δίσκους.
Ποια η λειτουργία του πατέρα στο σπίτι; Εγραφε μπροστά σας; Περνούσαν από το σπίτι τραγουδιστές; Ποιος ο ρόλος της μητέρας σας Λούλας;
Τώρα θα πρέπει να μιλήσουμε για την καθημερινότητα στο σπίτι. Ο Απόστολος έγραφε παντού. Τα τελευταία μόνο χρόνια στο σπίτι μας στους Θρακομακεδόνες είχε ένα γραφειάκι και μπορούσε να βρει λίγη ησυχία. Δεν είχε ανάγκη την απομόνωση, αυτό όμως που είχε ανάγκη ήταν η έγκριση. Οταν τελείωνε κάποιο τραγούδι, έπρεπε να περάσει από «εξετάσεις». Μεγάλος κριτής ήταν η μάνα μου η Λούλα. Το κορίτσι που γνώρισε στα Τρίκαλα, η γυναίκα που αγάπησε και παντρεύτηκε, η απίστευτη νοικοκυρά, είχε και πολλά άλλα ταλέντα, που σχημάτιζαν τον δυναμικό της χαρακτήρα. Είχε εξαιρετική φωνή και σπουδαίο μουσικό αφτί – όπως λέμε – αλλά και κοινωνικό κριτήριο. Εάν «δεν ανατρίχιαζε» όπως χαρακτηριστικά έλεγε στον Απόστολο, το τραγούδι έπρεπε να ξανακοιταχτεί. Οι επισκέψεις των συνεργατών του πατέρα μου ήταν πολλές και συχνές. Ηταν απόλυτος στις πρόβες. Κάθε νότα έπρεπε να ειπωθεί όπως τη δίδασκε ο ίδιος, είτε μπροστά του ήταν ερμηνευτής είτε μουσικός. Ηξερε πολύ καλά ποιους μουσικούς δρόμους ακολουθούσε η μελωδία του κι έμενε πιστός σε αυτούς. Εάν αναφέρω ονόματα σπουδαίων τραγουδιστών, τραγουδιστριών, μουσικών, αλλά και στιχουργών, όπως και παραγωγών που ήρθαν στο σπίτι μας κι έκατσαν δίπλα στον Απόστολο για πρόβες, θα γεμίσουμε πολλές σελίδες. Υπήρχε όμως και η άλλη πλευρά των επισκέψεων… τα ταλέντα. «Μα, κύριε Καλδάρα, εγώ από μέσα μου τραγουδάω σαν τον Καζαντζίδη» έλεγε ο ένας, «Μα οι φίλοι μου λένε ότι έχω υπέροχη φωνή»… και οι εξομολογήσεις συνεχίζονταν μαζί με την ευγενική απόρριψη του πατέρα μου, όταν το φάλτσο έφτανε στην κουζίνα όπου διακριτικά καθόμασταν με τη μητέρα μου. Η συνηθισμένη επωδός του Απόστολου ήταν: «Τι δουλειά κάνεις;»… «Μην την αφήσεις, είναι πολύ καλή δουλειά»!
Εν έτει 2022 τι έχει σημασία για τη νέα γενιά να γνωρίσει το έργο του και πού στοχεύετε με τις συναυλίες;
Εχω αποφασίσει αυτή η σεζόν (τουλάχιστον), να είναι από μεριάς μου αφιερωμένη στο έργο του Απόστολου Καλδάρα, επειδή όχι μόνο του αξίζει, αλλά του το χρωστάει το ελληνικό τραγούδι κι όλοι που εργάζονται για αυτό. Στον πρόλογό μου στις συναυλίες λέω ότι «κι απόψε, στο τέλος της βραδιάς θα πείτε… κι αυτό του Καλδάρα είναι;». Αυτός είναι κι ο στόχος των φετινών συναυλιών – αφιέρωμα στο έργο του πατέρα μου. Να γίνουν γνωστά όχι μόνο τα τραγούδια του, αλλά κι ο δημιουργός τους. Το περίεργο πάντως είναι ότι μεγάλο κομμάτι της νεολαίας γνωρίζει τα τραγούδια. Τραγουδάει, χορεύει, συμμετέχει. Στην άπνοια της ελληνικής δισκογραφίας των καιρών μας, τα κλασικά τραγούδια των δημιουργών είναι ένα ευγενικό, δροσερό αεράκι που ανανεώνει συναισθήματα, ακούσματα, αλλά και τον ίδιο τον πολιτισμό μας.
Είστε συνθέτης. Με σπουδαίες συμπράξεις. Βγήκατε, αν θυμάμαι καλά, από τον Σείριο του Μάνου. Πόσο εύκολο ήταν να γράψετε τη διαδρομή σας λόγω του βαρέος φορτίου του πατέρα σας;
Η σύνθεση ενός τραγουδιού είναι ένας μοναχικός δρόμος. Δεν είναι ένα κατάστημα ή ένα γραφείο για να κληρονομήσεις τα κλειδιά από τον πατέρα σου. Στο τραγούδι εξετάζεσαι, κρίνεσαι και συνεχίζεις ή όχι, με τις δικές σου δυνάμεις, το δικό σου ταλέντο. Ο δικός μου πατέρας άκουσε τα πρώτα μου τραγούδια από τον δίσκο «Νυχτερινή κυβέρνηση» όταν πλέον είχαν βγει στο βινύλιο. Τότε υπήρξε μια πολύ συγκινητική στιγμή. Με δάκρυα στα μάτια ο Απόστολος εξέφραζε τη χαρά του όρθιος, φωνάζοντας: «Μπράβο, Κώτσο μου, με έκανες περήφανο… εκατό χιλιάδες δίσκους θα κάνει». Από τότε, εκτός από πατέρας και γιος, γίναμε και συνάδελφοι.
Ζείτε και δημιουργείτε στη Νάουσα. Επιλογή αποκέντρωσης ή στάση ζωής;
Η Νάουσα ήταν επιλογή. Η αποκέντρωση, στάση ζωής. Στην Αθήνα γεννήθηκα, μεγάλωσα, εργάστηκα, αλλά πλέον τα τελευταία χρόνια είχα κλειστεί σ’ ένα διαμέρισμα, σε ένα δωμάτιο. Η πόλη μου είχε χάσει το ανθρώπινο πρόσωπό της, είχε μοιραστεί σε μικρά ανταγωνιστικά κομμάτια, χωρίς να νοιάζεται ο ένας για τον άλλον κι από τα πρόσωπα να εισπράττεις υποκρισία και σκοπιμότητα. Με τη φυγή μου έχασα σε ευκαιρίες δουλειάς ή δημοσίων σχέσεων, αλλά κράτησα καλούς φίλους. Εδώ όπου ζω πλέον με την οικογένειά μου το μεγαλύτερο δώρο που μου προσφέρει η περιφέρεια είναι ο χρόνος και η φύση. Χρόνος δημιουργίας που μου επέτρεψε να ασχοληθώ και πάλι, εκτός από το τραγούδι, με τη ζωγραφική και με το γράψιμο. Κάνω εκθέσεις και γράφω βιβλία, αλλά κρατώ και το συρτάρι μου γεμάτο τραγούδια, από τα οποία κάποια πιο τυχερά παίρνουν και τον δρόμο της δισκογραφίας. Παράλληλα η σύζυγός μου και οι κόρες μου αναπτύσσουν τα δικά τους ταλέντα και απολαμβάνουν την υπέροχη φύση της Ημαθίας.
Ασχολείστε επίσης ενεργά με τα πνευματικά δικαιώματα. Τι απαιτείται άμεσα για αυτά;
Τα πνευματικά δικαιώματα είναι μια μεγάλη πληγή για τον τόπο μας, τους δημιουργούς του ελληνικού τραγουδιού, τους εργαζομένους στον πολιτισμό μας. Σκέψου μόνο σε πόσους κλάδους δίνει εργασία ένα τραγουδάκι τεσσάρων λεπτών. Από εταιρείες, παραγωγούς, μουσικούς, στούντιο, συναυλίες, μαγαζιά, μπαράκια, εστιατόρια… ένας κατάλογος δίχως τέλος. Αυτά τα πνευματικά δικαιώματα όμως δεν έχουν τύχει της στήριξης που πρέπει. Δημιουργοί με τεράστια ρεπερτόρια έχουν φτάσει στα όρια της φτώχειας, για να μην αναφερθώ σε ένα μεγάλο ποσοστό που τα έχει περάσει και έχει πρόβλημα επιβίωσης. Δυστυχώς έχουμε βάλει κι εμείς το χέρι μας με τους δύο Οργανισμούς που παραμένουν χωρισμένοι. Την ΕΔΕΜ, τον αυτοδιαχειριζόμενο οργανισμό που χτίσαμε η μεγάλη πλειονότητα των ελλήνων δικαιούχων, με μεγάλες θυσίες όταν έκλεισε η ΑΕΠΙ που μας καταχράστηκε εκατομμύρια, και την Αυτοδιαχείριση που προϋπήρχε. Πρέπει να ενωθούμε σε έναν νέο καθαρό Οργανισμό, με ισοτιμία και σεβασμό στο ελληνικό ρεπερτόριο. Είναι στο χέρι της πολιτείας, η οποία μπορεί να λύσει τα μεγάλα προβλήματα των πνευματικών δικαιωμάτων μέσα σε μια μέρα, εάν το θελήσει. Αυτό είναι ένα έργο που θα μείνει κληρονομιά στις τέχνες και τον πολιτισμό μας. Υπάρχει η βούληση; Μέχρι τώρα δεν φάνηκε κάτι τέτοιο. Αντίθετα μάλιστα κάθε προσπάθειά μας πέφτει στο κενό. Υπάρχει μεγάλη αγανάκτηση στον χώρο των καλλιτεχνών και των συναφών κλάδων. Ακόμη και στα μέτρα για την πανδημία, το πρώτο που απαγορευόταν και το τελευταίο που επιτρεπόταν ήταν η μουσική. Ο πολιτισμός είναι το δόγμα της ύπαρξης της κοινωνίας και το τραγούδι είναι η μαζικότερη, η πιο άμεση και καθημερινή του έκφραση.