Πέντε τμήματα με λιγότερους των πέντε πρωτοετών, 13 με λιγότερους των 10 και 27 με λιγότερους των 20 έχουν φέτος τα πανεπιστήμια της χώρας μας. Οπως ήταν αναμενόμενο, το γεγονός αυτό φέρνει ξανά στην επικαιρότητα την ανάγκη σοβαρής και επιστημονικά τεκμηριωμένης χωροταξικής αναδιάρθρωσης του ακαδημαϊκού χάρτη, με πιθανό το αίτημα για κλείσιμο ή συγχωνεύσεις των «αδύναμων» επιστημονικών περιοχών ανάμεσά τους. Ποια από τα τμήματα των ΑΕΙ της χώρας, όμως, θα πρέπει να κλείσουν;
Αυτό θα έπρεπε να είναι το περιεχόμενο της εισήγησης της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ), η οποία δύο χρόνια μετά τη συγκρότησή της και την αλλαγή στην ηγεσία της παραμένει αδρανής. Γιατί προφανώς κάποια από τα τμήματα που έχουν ελάχιστους εισακτέους και φέτος ίσως είναι χρήσιμα στην ανώτατη εκπαίδευση ή άλλα, που είναι «δίδυμα», να πρέπει να κλείσουν. Ωστόσο, καμία αντίστοιχη έκθεση βιωσιμότητας και σκοπιμότητας της λειτουργίας των τμημάτων ΑΕΙ δεν έχει ως σήμερα ανακοινωθεί ή τεκμηριωθεί επιστημονικά. Αντ’ αυτού, η «βελόνα» της κριτικής στο εξεταστικό μας σύστημα έχει μετατοπιστεί από τους υποψηφίους που εισάγονταν στο παρελθόν σε πανεπιστημιακά προγράμματα με βαθμούς 1 και 2 – κάτω από τη βάση -, στα τμήματα με… 0 εισακτέους, όπως η Νοσηλευτική του Διδυμοτείχου – που σημειωτέον μόλις τώρα εκλέγει τα πρώτα μέλη Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού (ΔΕΠ) της.
Με αφορμή τα παραπάνω, λοιπόν, «ΤΑ ΝΕΑ» ανοίγουν τον διάλογο για τη χωροταξική αναδιάρθρωση των ΑΕΙ και αναρωτιούνται ποια είναι σήμερα τα πραγματικά προβλήματά τους (άλλωστε, πολιτικοί και ακαδημαϊκοί ασχολήθηκαν το τελευταίο χρονικό διάστημα δυσανάλογα πολύ με τον τρόπο διοίκησής τους).
Ο νόμος-πλαίσιο για τη λειτουργία των πανεπιστημίων που ψηφίστηκε πρόσφατα από τη Βουλή ορίζει ως ένα από τα κριτήρια ύπαρξής τους τον δυσανάλογα μεγάλο ή μικρό ετήσιο αριθμό φοιτητών του εκάστοτε ΑΕΙ σε σύγκριση με τον αριθμό των μελών ΔΕΠ, καθώς και την ιδιαίτερα χαμηλή προτίμηση για εισαγωγή στα προγράμματα σπουδών τυπικής εκπαίδευσης που παρέχουν.
Για να σταματήσει τη λειτουργία του ένα τμήμα της ανώτατης εκπαίδευσης χρειάζεται, πάντως, απόφαση των συναρμόδιων υπουργείων και φυσικά τη γνώμη της συγκλήτου του πανεπιστημίου, η οποία, όμως, αν αργήσει περισσότερο του διαστήματος που ορίζει ο νόμος (έναν ή δύο μήνες), τότε η απόφαση λαμβάνεται μονομερώς από την Πολιτεία.
Ετσι, λοιπόν, όπως προέκυψε από τα φετινά αποτελέσματα των φετινών πανελλαδικών εξετάσεων, τμήματα με παραδοσιακά μειωμένο ενδιαφέρον ή χαμηλόβαθμους πρωτοετείς στο παρελθόν είναι σήμερα τα τμήματα Δασολογίας, και τα τμήματα των Γαλλικών ή Ιταλικών Φιλολογιών. Τμήματα Υδατοκαλλιέργειας, Μηχανικών ορυκτών πόρων, Βιβλιοθηκονομίας και Αρχειολογίας, βρίσκονται επίσης στην ίδια κατηγορία. Το υπουργείο Παιδείας, βέβαια, είχε ζητήσει στη διάρκεια της περασμένης ακαδημαϊκής χρονιάς από τα πανεπιστήμια να κάνουν προτάσεις για συγχωνεύσεις, κλείσιμο ή μετονομασίες τμημάτων τους, αλλά – πλην ελαχίστων εξαιρέσεων – δεν έλαβε σχετικές προτάσεις.
Σε αυτή την κατεύθυνση να υπενθυμίζουμε ότι το Τμήμα Δασολογίας και Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος στο Καρπενήσι είχε φέτος επτά εισακτέους, το Τμήμα Δασολογίας και Διαχείρισης Περιβάλλοντος Φυσικών Πόρων στην Ορεστιάδα πέντε εισακτέους, το Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ επτά εισακτέους, το Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας του ίδιου ιδρύματος έξι εισακτέους, το Τμήμα Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος Δράμας τρεις εισακτέους, το Τμήμα Μηχανικών Τοπογραφίας και Γεωπληροφορικής Σερρών δύο εισακτέους, το Τμήμα Αχρειολογίας Βιβλιοθηκονομίας και Μουσικολογίας Κέρκυρας εννέα εισακτέους, το Τμήμα Περιβάλλοντος Ζακύνθου τέσσερις εισακτέους, όπως και το τμήμα Αλιείας και Υδατοκαλλιεργειών στο Μεσολόγγι, το Τμήμα Μηχανικών Ορυκτών Πόρων στην Κοζάνη επτά εισακτέους, όπως και το Τμήμα Συστημάτων Ενέργειας Λάρισας.
Με αυτά τα δεδομένα, η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας φαίνεται ότι έχει πάρει το… μήνυμα και μελετάει ήδη κινήσεις παρεμβάσεων και μιας επιστημονικά τεκμηριωμένης χωροταξικής αναδιάρθρωσης που θα ξεκινήσει τους επόμενους μήνες. Με το δεδομένο, μάλιστα, ότι περισσότερες από 7.000 θέσεις έμειναν φέτος κενές στα ανώτατα ιδρύματα της χώρας κατά τη φετινή δεύτερη χρονιά εφαρμογής του θεσμού της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής.
Οι Ανθρωπιστικές Επιστήμες. Μια μετατόπιση του ενδιαφέροντος από τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες προς την Οικονομία και Πληροφορική έδειξαν επίσης τα φετινά εξεταστικά δεδομένα. Αυτό, ωστόσο, είναι ένα συμπέρασμα μειωμένης αξίας, καθώς η αλλαγή κατεύθυνσης φαίνεται ότι έγινε αποκλειστικά φέτος, λόγω της επιστροφής στον εξεταστικό χάρτη των Λατινικών με τη νέα μορφή τους. Αυτό, προφανώς, φαίνεται ότι «φόβισε» μερίδα των εξεταζομένων. Κατ’ επέκταση, όπως εκτιμούν και εκπαιδευτικοί αναλυτές, το σύστημα αναμένεται να ισορροπήσει τα επόμενα χρόνια, με τη διόρθωση πιθανών λαθών και την αποδοχή του μαθήματος από τις επόμενες γενιές υποψηφίων των Πανελλαδικών.