Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, πολύ πριν τα θεματικά συνδρομητικά κανάλια λάβουν στην Ελλάδα το δικό τους μερίδιο από τις τηλεοπτικές συχνότητες και παράλληλα το Διαδίκτυο απελευθερώσει άπαξ δια παντός αυτό που θέλεις να δεις από την ώρα που προβάλλεται, δόθηκε η «μητέρα όλων των μαχών», η μάχη που θα (προ)καθόριζε την έκβαση σε όλες τις μελλοντικές: η μάχη της ιδιωτικής εναντίον της κρατικής τηλεόρασης. Η επικράτηση της ιδιωτικής ήταν συντριπτική και αδιαφιλονίκητη, άφησε στην κρατική ένα ξεροκόμματο τηλεθέασης και κυριαρχεί στο τηλεοπτικό τοπίο μέχρι σήμερα. Η ίδια η κρατική (που, από αυτολύπηση περισσότερο, άλλαξε έκτοτε το όνομά της σε «δημόσια») πλήρωσε αμαρτίες κυβερνήσεων επί κυβερνήσεων, με πιο προφανή κι ενοχλητική την προπαγανδιστική της διάσταση, αλλά λιγότερο εμφανή και πιο ουσιαστική μιαν άλλη: την αποσύνδεσή της από τον κόσμο της αγοράς.
Εκείνα τα χρόνια λοιπόν κάτι clean cut καλόπαιδα, νεαρής συνήθως ηλικίας και αμφίβολης ποιότητας εγκυκλοπαιδικών γνώσεων, κλήθηκαν να αναλάβουν την ιερή αποστολή της επανένωσης των τηλεοπτικών προγραμμάτων με τα έσοδα από το μοίρασμα της διαφημιστικής πίτας. Σε πιο απλά ελληνικά: τι θέλει να βλέπει ο έλληνας τηλεθεατής και πότε θέλει να το βλέπει; Κατ’ επέκτασιν: ποιο πρόγραμμα θα προμοτάρουμε με περισσότερες διαφημίσεις και ποιο θα καταδικάσουμε – μέχρι εξαφανίσεως – με λιγότερες ή και καθόλου; Τα καλόπαιδα διέγνωσαν αρκετά νωρίς μια σχεδόν καθολική αποστροφή των τηλεθεατών προς τα «κουλτουριάρικα» προγράμματα (συμπεριλαμβάνοντας σε αυτά τις εκπομπές λόγου κι έρευνας), ενόσω θέλησαν ταυτόχρονα να αποκαταστήσουν την τιμή και την υπόληψη όλων των trash προγραμμάτων, εκείνων που έως τότε λαθροβιούσαν στη μεταμεσονύχτια τηλεοπτική ζώνη. Στη θαυμαστή δεκαετία του 1990, παρακολουθήσαμε μιαν απίστευτη ανταλλαγή τηλεοπτικών ζωνών με ακαταλογράφητες – σε μεγάλο βαθμό ακόμη – ανεπιθύμητες παρενέργειες: όλα τα «σκουπίδια» μεταπήδησαν από τα άγρια μεσάνυχτα στις βραδινές, τις απογευματινές, τις μεσημεριανές, έως και τις πρωινές ώρες, την ίδια στιγμή που οι εκπομπές λόγου κι έρευνας εξορίστηκαν στα πρώτα χαράματα. Φανταστείτε τι εντύπωση θα δίναμε σ’ έναν εξωγήινο, έτσι και περνούσε τότε από τα μέρη μας: όσο κρατούσαμε τον εγκέφαλό μας εν εγρηγόρσει, τον ταΐζαμε με αηδίες και όταν τον βάζαμε για ύπνο, τον βομβαρδίζαμε με κάθε πιθανή κι απίθανη πληροφορία. Σίγουρα δεν θα μας προξένευε την κόρη του.
Σύμφωνα με τον περίφημο αρχετυπικό ορισμό του κορυφαίου αμερικανού κοινωνιολόγου Ρόμπερτ Μέρτον (1910-2003) η αυτοεκπληρούμενη προφητεία «είναι, αρχικά, ένας εσφαλμένος ορισμός μιας κατάστασης που προκαλεί μια νέα συμπεριφορά, η οποία οδηγεί στο να γίνει πραγματικότητα η αρχικά εσφαλμένη σύλληψη της κατάστασης. Αυτή η απατηλή ισχύς της αυτοεκπληρούμενης προφητείας διαιωνίζει την κυριαρχία του λάθους. Γιατί έτσι ο προφήτης παραθέτει την πραγματική πορεία των γεγονότων ως απόδειξη για το ότι είχε εξαρχής δίκιο». Τα clean cut καλόπαιδα εφάρμοσαν την ίδια ακριβώς συνταγή με θρησκευτική ευλάβεια: «Βάλτε τις εκπομπές λόγου κι έρευνας μετά τα μεσάνυχτα, διότι δεν θέλει να τις βλέπει άνθρωπος· τις βάλατε μετά τα μεσάνυχτα, δεν τις βλέπει άνθρωπος, άρα είχαμε δίκιο εξαρχής». Τις τραγικές συνέπειες της συγκεκριμένης αυτοεκπληρούμενης προφητείας – να δημιουργήσουν τον τύπο τηλεθεατή που πίστευαν ότι ήδη υπήρχε – τις αντικρίζουμε πιο καθαρά σήμερα: ενώ έχουν αρθεί προ πολλού οι τεχνολογικοί περιορισμοί για να βλέπουμε ό,τι θέλουμε όποτε θέλουμε, δεν έχουμε πλέον τη διάθεση να βλέπουμε κάτι διαφορετικό από εκείνο που συνηθίσαμε να βλέπουμε. Με τον καιρό μοιάσαμε στο τέρας που θέλαμε να ξορκίσουμε. Αλλά αυτό το είπε ένας άλλος προφήτης, ο Μάνος Χατζιδάκις, και το είπε πολύ καλύτερα.