Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι αναφορές της γερμανίδας υπουργού Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ για τα ελληνοτουρκικά στις επισκέψεις της στην Ελλάδα και την Τουρκία δείχνουν προς μια αλλαγή σελίδας σε μια ιστορία που τραβά σε βάθος πολλών ετών. Δεκαετιών. Την ιστορία μιας Γερμανίας που επιμένει να βάζει διαρκώς πλάτη στην Τουρκία τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ενθαρρύνοντάς τη στην πράξη στην πολιτική των διεκδικήσεών της εις βάρος της ελληνικής κυριαρχίας, είτε φανερά είτε λιγότερο, αλλά πάντοτε και με όλους τους δυνατούς τρόπους. Για να μην αρχίσει να απαριθμεί κανείς τα δεκάδες παραδείγματα, ας σταθεί μόνον στη χαρακτηριστική σύνοδο που είχε οργανώσει το Βερολίνο για τη Λιβύη μετά την υπογραφή του παράνομου τουρκολιβυκού συμφώνου για την ΑΟΖ και στην οποία εκλήθησαν πλήθος από σχετικές και άσχετες χώρες, όχι όμως η άμεσα θιγόμενη και εταίρος της Γερμανίας Ελλάδα! Τότε, οι Γερμανοί είχαν ψελλίσει κάτι φαιδρότητες, η κατακλείδα των οποίων ήταν ότι θα υπάρξει και συνέχεια και τότε θα κληθεί και η Ελλάδα. Συνέχεια πράγματι υπήρξε. Η Ελλάδα όμως δεν κλήθηκε. Και αυτό δεν είναι καν το πιο σοβαρό, υπάρχουν πολύ πιο σημαντικά.
Τώρα, η γερμανική κυβέρνηση δηλώνει για πρώτη φορά σε επίπεδο υπουργού Εξωτερικών ότι «τα νησιά του Αιγαίου είναι ελληνικό έδαφος και κανένας δεν έχει δικαίωμα να το αμφισβητήσει αυτό […] Η δική μου κυβέρνηση δεν θα επιτρέψει να υπάρξει καμία αμφιβολία ότι στεκόμαστε αλληλέγγυοι». Ως αποτέλεσμα οι Τούρκοι ενοχλούνται ασφαλώς, αλλά όχι τόσο όσο θα ανέμενε κανείς. Δείχνουν να κρατούν την ψυχραιμία τους και να μην κάνουν τις γνωστές τους αγριάδες. Οι δηλώσεις του Τσαβούσογλου ήταν, για τα μέτρα του, συγκρατημένες, ενώ ο Ερντογάν, που δεν το έχει σε τίποτα να αρχίσει να βρίζει σε αντίστοιχες περιπτώσεις όποιον του κατέβει, δεν άνοιξε το στόμα του. Αυτή η περίεργη «ημισιωπή» της Αγκυρας έχει ενδιαφέρον. Πάντως η ουσία είναι ότι φαίνεται να βρισκόμαστε μπροστά σε κάτι νέο. Που ασφαλώς οφείλεται αποκλειστικά στην εναντίωση κατά του αναθεωρητισμού που έφερε ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία, ο οποίος έσπασε, οριστικά πια, υπόγειες συμμαχίες. Ομως τι ακριβώς είναι αυτό. Και, κυρίως, τι δεν είναι.
Προφανώς, λ.χ., δεν είναι κάτι που θα ματαιώσει τις πωλήσεις των γερμανικών υποβρυχίων στην Τουρκία. Επίσης, δεν είναι κάτι που θα οδηγούσε την Ελλάδα σε μια διμερή αμυντική συμφωνία με τη Γερμανία αντίστοιχη με εκείνη που έχει συναφθεί με τη Γαλλία. Και σίγουρα δεν θα σήμαινε καμία γερμανική πρωτοβουλία για στρατιωτική υποστήριξη της Ελλάδας σε περίπτωση μείζονος τουρκικής κίνησης εις βάρος της ελληνικής κυριαρχίας.
Ομως, όλα αυτά έτσι κι αλλιώς ουδέποτε υπήρξαν στην εξίσωση, οπότε δεν υπάρχει πρόβλημα. Συνεπώς, εκεί που θα φανεί αν σημαίνει πράγματι κάτι αυτή η εικαζόμενη, προς στιγμή τουλάχιστον, στροφή, θα είναι λ.χ. σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Οσες φορές μετά το 2020 η Ελλάδα προσπάθησε, όπως και η Κύπρος άλλωστε, να ζητήσει ευρωπαϊκές κυρώσεις κατά της Τουρκίας, η Γερμανία κατέβαλε εργώδεις προσπάθειες να τις σταματήσει, κάνοντας μάλιστα λόμπινγκ υπέρ της Αγκυρας με όλη της την επιρροή σε άλλες χώρες της ΕΕ. Και το πέτυχε. Οταν λοιπόν τεθεί ξανά το ζήτημα, εκεί θα φανούν πολλά: Θα πράξει πάλι το ίδιο; Ή θα επιδείξει αλληλεγγύη σύμφωνα με τη φράση της Μπέρμποκ ότι «τα ελληνικά σύνορα είναι και ευρωπαϊκά»;
Αυτό θα είναι ένα καλό τεστ για να δούμε αν η υπουργός εννοεί αυτά που λέει. Και, αν ναι, αν δεσμεύουν και την πολυκομματική κυβέρνησή της. Γιατί μην ξεχνάμε ότι ο γερμανός καγκελάριος προέρχεται από ένα κόμμα που συγκυβερνούσε επί πολλά χρόνια ασκώντας διαμετρικά αντίθετη πολιτική. Και ο Σολτς, που πρωτίστως μετράει, δεν έχει μιλήσει. Τον αναγκάζει βέβαια η ζωή…