Είναι ομολογουμένως καλό ότι πλέον δεν ακούμε τα γνωστά «επιχειρήματα» κατά της χρήσης του όρου «γυναικοκτονία». Συνέβαλε σε αυτό ότι το τελευταίο διάστημα είχαμε μια σειρά από τέτοια περιστατικά που υπογράμμισαν, με τρόπο παραπάνω από οδυνηρό, ότι δεν έχουμε να κάνουμε με ένα φιλολογικό θέμα, αλλά με μια συνεχιζόμενη τραγωδία και με ένα διαρκές έγκλημα.
Ομως αυτό δεν αναιρεί την ανάγκη να θυμόμαστε γιατί άνοιξε η συζήτηση γύρω από την ανάγκη να προσδιορίζουμε αυτά τα εγκλήματα ως «γυναικοκτονίες». Δεν ήταν από έλλειψη επίγνωσης ότι ούτως ή άλλως η ανθρωποκτονία αντιμετωπίζεται με τη δέουσα αυστηρότητα, ούτε από αναζήτηση κάποιου «ιδιώνυμου» αδικήματος. Ηταν η ανάγκη να αναμετρηθούμε ως κοινωνία με το γεγονός ότι έχουμε να κάνουμε με μορφές βαναυσότητας και βίας που προέρχονται ακριβώς από το ότι οι κοινωνίες μας παραμένουν, παρά την κατοχύρωση μορφών τυπικής ισότητας, θεμελιωδώς σεξιστικές και πατριαρχικές. Είναι, ουσιαστικά, η συνειδητοποίηση ότι αυτό που οπλίζει το χέρι των γυναικοκτόνων δεν είναι ούτε το «πάθος», ούτε προφανώς η «αγάπη», αλλά σωρευμένες και εμπεδωμένες νοοτροπίες, στάσεις και αντανακλαστικά που συγκεφαλαιώνονται στην αντίληψη μιας εξουσίας και ενός δικαιώματος πάνω στην άλλη και το σώμα της που μπορεί να πάρει ακόμη και δολοφονική μορφή.
Οπως έχει γραφτεί πολλές φορές σε τελική ανάλυση οι άντρες δεν σκοτώνουν τις συντρόφους τους ούτε από «αγάπη», ούτε από «πάθος», ούτε από «ζήλια». Σκοτώνουν επειδή υπάρχει ένα ιστορικά και κοινωνικά διαμορφωμένο πλέγμα σχέσεων που αναπαράγει μια πατριαρχική λογική. Ενα πλέγμα σχέσεων που σε οριακές στιγμές τους καθιστά γυναικοκτόνους. Ονομάζοντας το κακό με το όνομά του, εν προκειμένω με την αναφορά σε γυναικοκτονία, δεν υπογραμμίζουμε απλώς την αναγνώριση ότι όλα έχουν να κάνουν με πατριαρχικές σχέσεις, ιεραρχίες και πρακτικές. Πάνω από όλα, δεσμευόμαστε ότι ακριβώς επειδή αντιλαμβανόμαστε το πρόβλημα, θα βοηθήσουμε εκείνες τις διαδικασίες κοινωνικού και πολιτισμικού μετασχηματισμού που θα διαμορφώσουν το αναγκαία μη πατριαρχικό μέλλον μας.