Ενα «παιδί» – θύμα της Μικρασιατικής Καταστροφής που ανασύρθηκε από τις στάχτες της Ευαγγελικής Σχολής της Σμύρνης. Ενας «αγνοούμενος» (η ταυτότητα του οποίου ακόμη και σήμερα παραμένει αδιευκρίνιστη) που δεν κατάφερε να περάσει στην άλλη πλευρά του Αιγαίου το 1922 και βρήκε τον δρόμο για την Ελλάδα τέσσερα χρόνια αργότερα χάρη στην καλοσύνη των ξένων. Ενας σιωπηλός μάρτυρας των γεγονότων που έμεινε κρυμμένος στις αποθήκες του μεγαλύτερου μουσείου της χώρας, του Εθνικού Αρχαιολογικού. Και ο οποίος με αφορμή την οδυνηρή επέτειο από τα 100 χρόνια της κατάρρευσης του μικρασιατικού μετώπου αναδύεται από το υπόγειο και τοποθετείται στην καρδιά του μουσείου, στην αίθουσα 34 – γνωστή στους περισσότερους ως Αίθουσα του Βωμού – για να διηγηθεί την ξεχωριστή ιστορία του με τη φωνή των αρχαιολόγων, καθώς είναι ο νέος πρωταγωνιστής της δράσης Αθέατο Μουσείο, στο πλαίσιο της οποίας άγνωστα στο ευρύ κοινό αντικείμενα αποκαλύπτουν τις άκρως ενδιαφέρουσες περιπέτειές τους.
Το «θρίλερ». Τα σημάδια γύρω από τα μάτια του και σε κάποιες τούφες από τα ανασηκωμένα κυματιστά μαλλιά του μαρτυρούν πως τυλίχτηκε στις φλόγες. Η ουλή στο αριστερό του μάγουλο είναι ρωγμή που προκάλεσε πιθανόν η υψηλή θερμοκρασία στο μάρμαρο από το οποίο είναι καμωμένο. Είναι ένα αγόρι ή μια νεαρή γυναίκα, μια μούσα, το πρόσωπο που απεικονίζεται σε φυσικό μέγεθος; Ενα μεμονωμένο πορτρέτο ή αποτελούσε μέρος ενός αγάλματος; Είναι δημιουργία ενός γλύπτη στην αρχαιότητα που αντιγράφει ένα ελληνιστικό πρότυπο ή μήπως ενός καλλιτέχνη του 19ου αιώνα; Το «θρίλερ» γύρω από τη χρονολόγηση και την ταυτότητά του κρατάει χρόνια και σε ένταση δεν υπολείπεται της ιστορίας του. Το μαρμάρινο αυτό έργο τέχνης ανήκε στις συλλογές ενός από τα σημαντικότερα εκπαιδευτικά ιδρύματα που λειτουργούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, της Ευαγγελικής Σχολής, στη συνοικία της Αγίας Αικατερίνης, με βιβλιοθήκη 35.000 τίτλων και μουσείο με γλυπτά, αγγεία, νομίσματα, επιγραφές και αντικείμενα από γυαλί, αρκετά εκ των οποίων προέρχονταν από ανασκαφές που γίνονταν από έλληνες αρχαιολόγους του Τμήματος Αρχαιοτήτων Σμύρνης, το οποίο συστήθηκε την περίοδο της Υπατης Αρμοστείας (1919-1922).
Πού ακριβώς βρέθηκε, δεν είναι γνωστό. Εκείνο που είναι βέβαιο είναι πως είχε την τύχη που είχε και ολόκληρη η υπόλοιπη συλλογή του μουσείου της Σχολής. Χαρακτηριστικά είναι όσα αναφέρει ο αρχαιολόγος Κωνσταντίνος Κουρουνιώτης σε έγγραφό του προς το υπουργείο Παιδείας με ημερομηνία 8 Μαρτίου 1923: «Το παγκοσμίως γνωστόν διά τον πλούτον των σπουδαιότατων μικρασιατικών αρχαιοτήτων Μουσείον της Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης δυστυχώς εκάη».
96 χρόνια μετά. Το τραυματισμένο από την πυρκαγιά κεφάλι έφτασε στα χέρια τού τότε διευθυντή του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Παναγιώτη Καστριώτη (αδελφού της Σοφίας Σλήμαν), χάρη στον στρατιωτικό ακόλουθο της βρετανικής πρεσβείας στην Αθήνα Λ. Μπόουερ, ο οποίος και το δώρισε στο ΕΑΜ τον Αύγουστο του 1926. Λεπτομέρειες για το πώς διασώθηκε δεν έγιναν γνωστές, αλλά ο Βρετανός ενημέρωσε κατά την παράδοση ότι εντοπίστηκε ανάμεσα στις στάχτες της Ευαγγελικής Σχολής.
Δύο έγγραφα συνοδεύουν την έκθεση του γλυπτού. Το ένα είναι η αναφορά του Καστριώτη στις αρμόδιες Αρχές σχετικά με τη δωρεά. Και το δεύτερο είναι η ευχαριστήρια επιστολή του – γραμμένη στα γαλλικά – προς τον Μπόουερ, στην οποία του υπόσχεται πως το μαρμάρινο κεφάλι θα εκτεθεί. Μια υπόσχεση που χρειάστηκε 96 ολόκληρα χρόνια για να γίνει πραγματικότητα.