Εκείνες οι θρυλικές καλοκαιρινές νύχτες ξεκινούσαν με μουσική από το πικάπ και όταν έφταναν τα μεσάνυχτα και κοβόταν το ρεύμα, το γλέντι συνεχιζόταν με κεράκια υπό τους ήχους γραμμοφώνου. Πάντα ακολουθούσαν και νυχτερινές βουτιές – ακόμη και με τα ρούχα – υπό το φως του φεγγαριού. Οι ίδιοι άνθρωποι που το βράδυ συμμετείχαν σε αυτό το ξέφρενο πανηγύρι, το πρωί έπιναν τον καφέ τους ξαπλωμένοι νωχελικά, χαίρονταν τον ήλιο και έπαιζαν τάβλι μαζεύοντας δυνάμεις για την επόμενη νύχτα. Τα καλοκαίρια που έζησε η Υδρα από το 1959 – και για τρεις δεκαετίες – όταν δηλαδή ο πατέρας μου, ο Μπάμπης Μωρές, άνοιγε στο νησί τη «Λαγουδέρα», που έμελλε να γίνει το «Studio 54» της Ελλάδας, άφησαν ιστορία.
Η «Λαγουδέρα», λειτουργούσε ήδη επτά χρόνια όταν γεννήθηκα εγώ, με αποτέλεσμα να μεγαλώσω σε ένα κλίμα όπου τα πάντα ήταν εφικτά. Ξαφνικά μπορούσε να εμφανιστεί μπροστά σου το πιο απίθανο πρόσωπο, αν και εμείς στην εφηβεία δεν δίναμε σημασία σε τέτοια. Η Υδρα είχε γίνει επίκεντρο του διεθνούς τζετ σετ. Και όλοι έρχονταν για τον Μπάμπη.
Βασιλιάδες και πολιτικοί, κινηματογραφικοί αστέρες και ζάπλουτοι επιχειρηματίες έγιναν τακτικοί θαμώνες του μαγαζιού, ζώντας από κοντά την ξέφρενη ατμόσφαιρα που δημιουργούσε ο πατέρας μου. Εζησαν τα ξαφνικά «ντουζ στην πίστα», όταν έπεφτε νερό σε όσους χόρευαν ανυποψίαστοι, τα πρωινά κεράσματα με αχινούς και όστρακα που μάζευε ο ίδιος ή «το τάισμα των ψαριών» στη θάλασσα, ένα… event που είχε καθιερώσει κάθε μεσημέρι με τη συμμετοχή κόσμου! Τρελό κέφι, πλάκες, φαντασία και απίστευτος ενθουσιασμός χαρακτήριζαν τα καλοκαίρια εκείνα.
Είναι αδύνατον να αναφέρω τα ονόματα όλων όσων πέρασαν από τη «Λαγουδέρα». Ο Πίτερ Oυστίνοφ, η Ελίζαμπεθ Τέιλορ, η πριγκίπισσα Σοράγια και ο βασιλιάς της Ισπανίας Χουάν Κάρλος, η Σάρα Τσόρτσιλ, ο Λέοναρντ Κοέν, η Μαρία Κάλλας, ο Αριστοτέλης Ωνάσης, η Τζάκι Κένεντι, η Μπριζίτ Μπαρντό, ο Ραφ Βαλόνε, ο Τζον Λένον, οι Rolling Stones, η Τζένη Καρέζη, η Μελίνα Μερκούρη, ο Σοφοκλής Βενιζέλος, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο Ανδρέας Παπανδρέου είναι μόνο μερικοί από τους εκατοντάδες.
Θυμάμαι τον πατέρα μου να κυκλοφορεί μονίμως με μια φωτογραφική μηχανή κρεμασμένη στον λαιμό. Με αυτήν τραβούσε χιλιάδες φωτογραφίες, τις οποίες έπειτα ταχυδρομούσε στον καθένα προσωπικά μαζί με την αυτοσχέδια εφημερίδα «Λαγουδέρα» που τύπωνε με πολύγραφο στο σπίτι κάθε Κυριακή. Κατά τη διάρκεια της βραδιάς καλωσόριζε από το μικρόφωνο ονομαστικά όποιον έμπαινε στο μαγαζί, ενώ τα πρωινά κατέβαινε στα κότερα με ένα κανατάκι κρασί μέσα στο οποίο είχε βουτηγμένο ψωμί και «μεταλάβαινε» τις προσωπικότητες που έφταναν στο νησί.
Καθώς στην Υδρα γυρίζονταν συχνά ελληνικές ταινίες, οι ηθοποιοί έκαναν στέκι τους τη «Λαγουδέρα». Το πατάρι του μαγαζιού, για παράδειγμα, είχε μετατραπεί σε καμαρίνι για τη Γεωργία Βασιλειάδου, τον Νίκο Ρίζο, τον Βασίλη Αυλωνίτη και τους υπόλοιπους που συμμετείχαν στους «Γαμπρούς της Ευτυχίας». Το ίδιο είχε γίνει και με το Ζυλ Ντασσέν και τη Μελίνα όταν γυρίστηκε στο νησί η «Φαίδρα». Τότε, στο μεγάλο πάρτι που έγινε για το τέλος των γυρισμάτων, η νεαρή τραγουδίστρια Τζόαν Μπαέζ ανέβηκε σε ένα τραπέζι της «Λαγουδέρας» και τραγούδησε με την κιθάρα της.
Τα καλοκαίρια του ’60 και του ’70 γινόταν χαμός. Μέχρι και η σύλληψη ενός δισεκατομμυριούχου Σαουδάραβα είχε συμβεί. Είναι ένα περιστατικό που έχω ακούσει από τη μητέρα μου. Ηταν καλοκαίρι δικτατορίας, όταν είχε έρθει στη «Λαγουδέρα» ο Σαουδάραβας Αντνάν Κασόγκι, ένας τακτικός θαμώνας του μαγαζιού. Μέσα στο κέφι της βραδιάς ο Κασόγκι ήθελε να σπάσει πιάτα. Ελα, όμως, που αυτό απαγορευόταν από τη χούντα. Ενώ τα έσπαγε, λοιπόν, ήρθε η Αστυνομία και τον συνέλαβε. Ο πατέρας μου φώναζε να τον αφήσουν κι εκείνος ατάραχος γύριζε στους υπόλοιπους και έλεγε «να µου φέρνετε τσιγάρα στη φυλακή»…
Και τη δεκαετία του ΄80, όμως, τα καλοκαίρια στη «Λαγουδέρα» ήταν ένα διαρκές πάρτι. Δεν περιγράφεται με λόγια. Ενα πάρτι με υπέροχο κόσμο. Κάθε Σάββατο πηγαίναμε αγκαζέ με τον πατέρα μου στα κότερα και τους καλησπέριζε με μια ντουντούκα, ανεβαίναμε σε κάθε ένα από αυτά για να τους βγάλει φωτογραφίες κι έπειτα μαγείρευε σε κάποιους από αυτούς που έρχονταν στο μαγαζί. Από το πρωί μέχρι το ξημέρωμα είμαστε στη θάλασσα. Ερχόταν ο κόσμος μετά το δείπνο του, γύρω στις 11 και όλο το βράδυ χορεύαμε χωρίς σταματημό, βουτούσαμε στη θάλασσα και στη συνέχεια ξανά χορό και μετά ξανά βουτιές από τα κάγκελα του μαγαζιού κατευθείαν μέσα. Είχε τοποθετήσει εκείνος και προβολείς στο νερό και ήταν φανταστικά. Ετσι περνούσαν αυτές οι καλοκαιρινές νύχτες μέχρι να βγει το φως του ήλιου…