Σε μια δημοκρατία, η παρακολούθηση ενός πολίτη μπορεί να γίνεται μόνο για εξαιρετικούς λόγους που έχουν να κάνουν με την εθνική ασφάλεια και μόνο με νόμιμο τρόπο, δηλαδή με εισαγγελική άδεια. Οταν δε αυτός ο πολίτης κατέχει δημόσια θέση ή παίζει δημόσιο ρόλο, η παρακολούθησή του δεν μπορεί παρά να γίνεται ύστερα από ενημέρωση και έγκριση του πρωθυπουργού. Στην περίπτωση που οι προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούνται, υπάρχει πρόβλημα με τις αρμόδιες Αρχές, με την υπεύθυνη κυβέρνηση, αλλά και με την ίδια τη δημοκρατία.
Οι χθεσινές παραιτήσεις του διοικητή της ΕΥΠ και του γενικού γραμματέα του Πρωθυπουργού ήταν επιβεβλημένες. Η πρώτη, για ουσιαστικούς λόγους: ο διοικητής δεν ενημέρωσε τον Πρωθυπουργό για κάποιες «νόμιμες επισυνδέσεις», παρακολουθήσεις δηλαδή ή υποκλοπές τηλεφώνων. Η δεύτερη, για λόγους πολιτικής ευθύνης: ο γενικός γραμματέας έχει την ΕΥΠ υπό την εποπτεία του, άρα φέρει την ευθύνη για τα τυχόν λάθη.
Ομως οι παραιτήσεις δεν αρκούν. Οπως δεν θα αρκέσει και ένας κυβερνητικός ανασχηματισμός ή ακόμη κι ένας εκλογικός αιφνιδιασμός. Η κοινή γνώμη έχει δικαίωμα να γνωρίζει τι συμβαίνει, ποιες υπηρεσίες (εγχώριες ή ξένες), ποια κέντρα (ή παράκεντρα) και ποιοι κύκλοι (επίσημοι, ημιεπίσημοι ή ανεπίσημοι) παρακολουθούν πολίτες και γιατί. Οι λόγοι μπορεί να είναι πολιτικοί, προσωπικοί, οικονομικοί ή επιχειρηματικοί. Το αποτέλεσμα όμως είναι το ίδιο. Και οι επιπτώσεις στην εμπιστοσύνη προς τους θεσμούς είναι καταλυτικές.
Είναι έτσι απολύτως αναγκαίο να ρίξει το ταχύτερο η κυβέρνηση άπλετο φως σε αυτή τη δυσώδη και σκοτεινή υπόθεση. Δεν αφορά μόνο την ίδια: παρακολουθήσεις γίνονταν και στο παρελθόν, ασφαλώς και επί των ημερών της προηγούμενης κυβέρνησης που κόπτεται τώρα για τα δημοκρατικά δικαιώματα και το κράτος δικαίου. Δεν αφορά μόνο τα θύματα των συγκεκριμένων παρακολουθήσεων, που οι καταγγελίες τους δεν αντιμετωπίστηκαν πάντα με την απαιτούμενη σοβαρότητα. Η απαίτηση της διαφάνειας είναι πάνδημη, οικουμενική και θα έπρεπε να είναι διακομματική. Γιατί είναι ζήτημα δημοκρατικής τάξης.