Πριν από επτά χρόνια, το 2015, με τα δραματικά προβλήματα που απειλούσαν πλέον άμεσα την ύπαρξη του «Βήματος» και των «ΝΕΩΝ» να έχουν ήδη ξεκινήσει, οι πωλήσεις του «Βήματος» εκτινάχθηκαν ξαφνικά επί τρεις συνεχόμενες εβδομάδες μέσα από μία από τις μεγαλύτερες εκδοτικές επιτυχίες που σημειώθηκαν στην ιστορία του ελληνικού Τύπου: ήταν το τρίτομο βιβλίο των απομνημονευμάτων του τέως Βασιλέως Κωνσταντίνου «Χωρίς Τίτλο», για τη συγγραφή και την έκδοση του οποίου συνεργαστήκαμε πολύ στενά και υπό άκρα μυστικότητα για περισσότερο από δύο χρόνια. Τα πληθωρικά παρασκήνια εκείνης της έκδοσης δεν έχει έρθει ακόμα η στιγμή να αναφερθούν δημόσια: προς στιγμήν, αρκεί να σημειωθεί ότι γύρω στις δέκα το πρωί της Κυριακής που εκδόθηκε ο πρώτος τόμος, έφταναν ήδη μηνύματα απ’ όλη την Ελλάδα ότι «Το Βήμα» είχε ήδη εξαντληθεί παντού. Κι ας είχε τυπώσει πολλαπλάσιο αριθμό φύλλων από το κανονικό.
Πέρα από όλα τα άλλα, τα ευρύτερης σημασίας, η πρωτοφανής εκείνη επιτυχία που ξεπέρασε μακράν κάθε προσδοκία των εμπλεκομένων, έδωσε και μία, πολύ πρόσκαιρη και περιορισμένη, έστω, ταμειακή ανάσα στον οικονομικά ετοιμοθάνατο Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη, η οποία συνέβαλε στις επερχόμενες μισθοδοτικές, κυρίως, πληρωμές. Τη Δευτέρα το πρωί, σε ασυνήθιστα πρωινή ώρα για τα δεδομένα των εφημερίδων, πραγματοποιήθηκε ευρεία σύσκεψη στα γραφεία του ΔΟΛ στη Μιχαλακοπούλου, με σκοπό τη διερεύνηση του πώς θα ανταποκρινόταν «Το Βήμα» στην εντυπωσιακή αυτή ζήτηση: τι θα γινόταν με τις πρόσθετες ανάγκες για τον πρώτο τόμο, αλλά και με το τιράζ για τους δύο επόμενους που θα ακολουθούσαν.
Αναζητώντας ένα… θαύμα
Αμέσως όμως στη σκέψη του αείμνηστου, πλέον, Σταύρου Ψυχάρη, γεννήθηκε ένα ακόμα θέμα: τι θα μπορούσαμε να κάνουμε για να κρατήσουμε ζωντανή αυτή την επιτυχία και μετά το βιβλίο του βασιλιά; Πώς να την αξιοποιήσουμε και να «κρατήσουμε» ένα κομμάτι τουλάχιστον από την πρωτοφανή αυτή κυκλοφοριακή εκτόξευση; Κάτι που θα μπορούσε, σε εκείνες ειδικά τις συνθήκες, να είχε έως και καθοριστική σημασία… Ετσι, στο τέλος της σύσκεψης, μου ζήτησε να συζητήσουμε κατ’ ιδίαν. Η πρόσκληση αφορούσε δύο «ιδιότητες», πρωτίστως όμως την πρώτη: του ανθρώπου που είχε συγγράψει, μαζί με τον Βασιλέα Κωνσταντίνο, το βιβλίο και που είχε εισηγηθεί την έκδοσή του από «Το Βήμα» και του Συμβούλου Εκδοσης της ιστορικής εφημερίδας – ατύπου αρχικά, με τον σχετικό τίτλο στην ταυτότητά της στη συνέχεια. Και όπως πάντοτε συμβαίνει με τους εκδότες, ιδίως έπειτα από μία επιτυχία, ο Ψυχάρης ήθελε εκείνη τη στιγμή να γίνουν θαύματα. Και, μάλιστα, τα ήθελε και… χθες! Κατανοούσε φυσικά ότι θαύματα δεν υπάρχουν. Εκτός κι αν… υπάρξουν! Και ένα τέτοιο θαύμα προέκυψε σε εκείνη τη συζήτηση.
Υστερα από αρκετή ώρα προβληματισμού με εκείνον τον τόσο αντιφατικό πλην τόσο σημαντικό μοναδικό άνθρωπο που σφράγισε όσο κανείς την πορεία του ελληνικού μεταπολιτευτικού Τύπου και οδήγησε την ισχύ του σε πρωτόγνωρα επίπεδα, μία σκέψη ήρθε ξαφνικά στο μυαλό μου: «Υπάρχει μία λύση», του είπα. «Τι;» ρώτησε εναγωνίως. «Η συνέντευξη Καραμανλή. Αυτό είναι το μόνο που μπορεί να ακολουθήσει με αξιώσεις μια τέτοια επιτυχία. Και ταιριάζει απόλυτα, από κάθε άποψη. Αυτό πρέπει να κάνουμε. Να βγάλουμε τη συνέντευξη Καραμανλή. Είναι ή τώρα, ή ποτέ. Και αν τη βγάλουμε, ειδικά τώρα, μετά το βιβλίο του βασιλιά, θα γίνει πάταγος. Οχι μόνον θα είναι μία ακόμα μεγάλη εκδοτική επιτυχία, αλλά θα τα χάσουν και όλοι. Θα ψάχνονται όλοι να βρουν τι κάνει πάλι “Το Βήμα”…». Αυτός ακριβώς ήταν ο διάλογός μας.
Ο Ψυχάρης ανασκουμπώθηκε στην πολυθρόνα πίνοντας τον εσπρέσο του πίσω από εκείνο το παλιό ογκώδες οπλοπολυβόλο πάνω στο τρίποδο που είχε εγκαταστήσει εκείνη την εποχή στο γραφείο του και κοιτούσε με την κάννη προς την πόρτα (ναι, αυτό ακριβώς!…), τα μάτια του κλείσανε και λάμψανε και, λίγο μετά, βγήκε από μέσα του ένα «προχώρα». Είχε σοβαρή δυσκολία να μιλήσει και λίγοι τον καταλάβαιναν. Χτύπησε το κουδούνι και ήρθε μέσα στο μεγάλο γραφείο με τους επενδυμένους από ξύλο τοίχους η προσωπική του γραμματέας, η Καίτη, για να της δώσει τις σχετικές οδηγίες: να εντοπίσει το υλικό κ.ο.κ.
Με απόλυτη µυστικότητα
Ο Ψυχάρης είχε δύο γραφεία στον πέμπτο όροφο της Μιχαλακοπούλου. Το πρώτο, το προσωπικό του, το χρησιμοποιούσε σπανιότερα. Κυρίως καθόταν στο πολύ μεγαλύτερο που έφερε την επιγραφή «Αίθουσα Χρήστου Δ. Λαμπράκη» και το λειτουργούσε και ως προσωπική του αίθουσα συσκέψεων. Και ερχόταν έτσι κι αλλιώς εκεί μετά τις 10.30. Αυτό έδινε τον άπλετο χρόνο και χώρο σ’ εμένα και στον τότε συνεργάτη μου που συνέβαλε στην ταξινόμηση των χαοτικών δυστυχώς και αλληλοκαλυπτόμενων εν πολλοίς εγγράφων, με τις διάφορες παραλλαγές υλικού, που συνιστά πολύ σοβαρό πρόβλημα ουσίας, να εργαστούμε από πολύ πιο νωρίς το πρωί μέσα στο γραφείο του Ψυχάρη, στο κατά τα άλλα εντελώς άδειο κτίριο. Ηταν ο όρος που ο ίδιος είχα θέσει: ότι όλη η δουλειά θα γινόταν εκεί και ότι το υλικό δεν θα έφευγε από εκείνους τους τοίχους, όπως και συνέβη. Υπήρχε και ένας άλλος όρος, ο οποίος, όμως, δυστυχώς, αν και έγινε δεκτός από τον Ψυχάρη, τελικά, στην πράξη, δεν τον τήρησε: του είχα ζητήσει να μη μιλήσει σε κανέναν γι’ αυτό πλην φυσικά του διευθυντού της εφημερίδας Αντώνη Καρακούση, που έπρεπε πρώτα να τεθεί στην κρίση του μα που αμέσως ασπάστηκε την ιδέα. Του ζήτησα να μην πει λέξη πουθενά αλλού, τουλάχιστον μέχρι να βγει η διαφήμιση της συνέντευξης στην εφημερίδα και στην τηλεόραση. Για λόγους που δεν γνωρίζω, ίσως από σεβασμό, ίσως από ανησυχία, ίσως για άλλο λόγο, η ουσία είναι ότι, τελικά, συζητήθηκε.
Οι επόμενες εβδομάδες κύλησαν καταιγιστικά. Η δουλειά με το πρωτογενές υλικό της συνέντευξης Καραμανλή προς Ψυχάρη, αποδείχθηκε τελικά πολύ πιο σύνθετη και απαιτητική σε χρόνο και σε προσπάθεια απ’ όσο τη φανταζόμουν όταν πρότεινα να την εκδώσουμε μέσα σε ελάχιστες εβδομάδες. Και αυτό επειδή η λέξη συνέντευξη παρέπεμπε σε κάτι που ήταν και δεν ήταν ακριβές. Τι είναι λοιπόν το υλικό που περιλαμβάνει; Τι περιέχεται σε αυτό; Επίσης, ποιοι άλλοι γνωρίζουν το περιεχόμενό της; Και, τελικά, γιατί ουδέποτε δημοσιεύθηκε;
Η θρυλική συνέντευξη
Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Ο Καραμανλής είναι ήδη για κάποια χρόνια πρόεδρος της Δημοκρατίας, η «Αλλαγή» έχει μόλις ανέβει στην εξουσία, τα ζητήματα της Μεταπολίτευσης, της χούντας, αλλά και της ΕΟΚ και του ΝΑΤΟ ακόμα «καίνε». Ο Ψυχάρης, που έχει ζητήσει τη συνέντευξη αρκετό καιρό πριν, παίρνει αναπάντεχα το πράσινο φως από τον έχοντα το γενικό πρόσταγμα της Προεδρίας, πρέσβη Πέτρο Μολυβιάτη, να συναντήσει τον Καραμανλή για μία σειρά συζητήσεων. Ελεύθερων, χωρίς ατζέντα. Υπό τον όρο της απόλυτης εχεμύθειας, του ελέγχου του υλικού και, κυρίως, της τελικής απόφασης του αν και πότε της δημοσίευσης. Ομως το πράσινο φως έρχεται την πιο περίεργη στιγμή: την ώρα που ετοιμάζεται να αναλάβει, για πρώτη φορά, τα πολύ βαριά καθήκοντα της διεύθυνσης του «Βήματος».
Οι συζητήσεις τελικά πραγματοποιούνται, απομαγνητοφωνούνται και τα δακτυλόγραφα πάνε και έρχονται υπό άκρα μυστικότητα μεταξύ της Προεδρίας και του γραφείου Ψυχάρη, απ’ όπου προκύπτουν και οι διάφορες τελικά και όχι απολύτως ταυτόσημες εκδοχές. Γνώστες του υλικού ήταν ελάχιστοι, μετρημένοι στα δάκτυλα του ενός χεριού: Πέτρος Μολυβιάτης, Αχιλλέας Καραμανλής, Λένα Τριανταφύλλη, και κάπου εκεί τέλος. Από το περιβάλλον του «Βήματος», πιθανότατα ουδείς πλην των τότε γραμματέων που το δούλεψαν. Μια σειρά από ιστορικής σημασίας γεγονότα αναφέρονται σε αυτό, όπως λ.χ. η εξέγερση του Πολυτεχνείου, της οποίας ο Καραμανλής αναγνωρίζει τη σημασία, προσθέτοντας κρίσεις που είναι πολύ πιθανό ότι θα εξέπλητταν πολλούς, ακόμα και σήμερα και από τις δύο πλευρές του πολιτικού φάσματος. Η χούντα αντιμετωπίζεται με την περιφρόνηση που της αρμόζει – ο Καραμανλής άλλωστε είχε προειδοποιήσει για το σχετικό ενδεχόμενο ήδη από το 1963, μόλις είχε φύγει για το Παρίσι. Μιλά εκεί ως συνήθως με ακρίβεια, αλλά με περισσότερη «ελευθερία» από τη συνήθη δωρικότητα του λόγου του – και αυτό είναι ίσως το πιο μεγάλο ατού της συνέντευξης. Στον Ανδρέα Παπανδρέου αναγνωρίζει έναν σημαντικό πολιτικό παράγοντα, αλλά στα λεγόμενά του μπορεί κανείς να διακρίνει καθαρά το γιατί η «συγκατοίκηση» με το κίνημα του «Εξω από την ΕΟΚ και από το ΝΑΤΟ» δεν τον ανησυχούσε όσο πολλούς άλλους ακόμα εκείνη την εποχή, ήδη από τις αρχές της «Αλλαγής». Ο Καραμανλής δεν δείχνει να ανησυχεί πραγματικά ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να «λοξοδρομήσει» από τους κεντρικούς δυτικούς προσανατολισμούς της, αλλά ούτε και ότι ανησύχησε αληθινά και πιο πριν… Επίσης, κάτι ακόμα είναι απολύτως ξεκάθαρο, που έχει ιδιαίτερη σημασία: ο Καραμανλής δεν αντιμετωπίζει το ΠΑΣΟΚ ως ένα είδος «παρένθεσης» που περιμένει ότι στις επόμενες εκλογές (έγιναν τελικά το 1985, με όλες τις γνωστές απαράδεκτες και δραματικές συνθήκες γύρω από την παράλληλη προεδρική εκλογή και την αποχώρησή του) πρόκειται να εξαφανιστεί από τον χάρτη. Ούτε, πολύ περισσότερο, δείχνει την παραμικρή διάθεση να κάνει ο ίδιος το ελάχιστο προς αυτή την κατεύθυνση, αν και, εκείνη την εποχή κάθε άλλο παρά λίγοι ήταν εκείνοι που του το ζητούσαν – υπήρχαν άλλωστε ακόμα και οι γνωστές προεδρικές «υπερεξουσίες» του Συντάγματος του 1975. Για τον Καραμανλή ο Ανδρέας είναι ο (λίαν πρόσφατα) εκλεγμένος πρωθυπουργός και ο σεβασμός στη λαϊκή ετυμηγορία είναι κάτι περισσότερο από απόλυτος και τότε και για το μέλλον. Οσο για την ίδια τη Νέα Δημοκρατία, δεν είναι βέβαιο ότι κορυφαίοι πολιτικοί παράγοντες της εποχής, που όμως έχουν πια όλοι φύγει από καιρό από τη ζωή, θα ένιωθαν ιδιαίτερα κολακευμένοι από ορισμένες σκέψεις του Καραμανλή. Πουθενά δεν εκφράζεται «σκληρά» ή «επικριτικά», όμως, διάχυτη είναι η εντύπωση ότι κάτι εκεί δεν ήταν αρκετό… Η κυβέρνηση Ράλλη, παρά τους μακροχρόνιους δεσμούς των δύο ανδρών, δεν πρέπει να είχε πείσει τον Καραμανλή ότι είχε κάνει παν δυνατόν για να «σταθεί» εκλογικά έναντι του επελαύνοντος Ανδρέα Παπανδρέου. Εκεί που ο Καραμανλής είναι αυστηρός και οι τοποθετήσεις του θα μπορούσαν να θυμίζουν ενίοτε και πολιτικό με διαφορετικούς ιδεολογικούς προσανατολισμούς, είναι στις σχέσεις του πλούτου με την εξουσία, την πολιτική και όχι μόνον. Ο ίδιος δεν αποδέχθηκε ποτέ ότι ο πλούτος μπορεί να ελέγχει την πολιτική ζωή και εκεί αναφέρεται εκτενώς σε αυτά και σε παρόμοια ζητήματα, με τρόπο μάλιστα που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ακόμα και προφητικός. Συναρπαστικά είναι τα τμήματα που αφορούν τις αυτοβιογραφικές αφηγήσεις του Καραμανλή και που δείχνουν πάρα πολλά για τη διαμόρφωση και της προσωπικότητας και της πολιτικής του. Υπάρχουν ακόμα πολλά και εξαιρετικά ενδιαφέροντα σημεία που αφορούν το διεθνές περιβάλλον, όχι μόνον για την Ελλάδα και την Κύπρο και τις διεθνείς τους σχέσεις, αλλά και το ευρύτερο, για την πορεία του κόσμου γενικά, στην εποχή ακόμα του Ψυχρού Πολέμου. Αν όλα αυτά είχαν δημοσιευθεί πριν από πέντε χρόνια, ίσως μικρή θα είχαν σημασία. Μετά από τον πόλεμο στην Ουκρανία αποκτούν πλέον άλλο βάρος.
Πριν από τέσσερις δεκαετίες
Υπάρχουν δύο αντικρουόμενα ηθικά καθήκοντα: το ένα, το πρώτιστο, είναι το δημοσιογραφικό: η ενημέρωση της κοινής γνώμης για το τι είναι αυτή η θρυλική συνέντευξη, για την οποία τόσα έχουν γραφτεί επί δεκαετίες. Το άλλο, είναι προς την ιερή αξία της εχεμύθειας. Προς τη μνήμη και του Καραμανλή και του Ψυχάρη, που, τελικά, για διαφορετικούς λόγους, ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος έδωσαν τελικά το «πράσινο φως» της δημοσιοποίησης αυτού του υλικού. Και αυτό οφείλει να γίνει σεβαστό. Αυτό πάντως είναι το βασικό περίγραμμα του υλικού που περιέχεται στη μυθική εκείνη συνέντευξη. Και καλύπτει, πιστεύω, και τα δύο αυτά καθήκοντα. Θα ήταν όμως ευχής έργο, κάποια στιγμή, να εκδοθεί. Είναι πάντως έτοιμη. Πρέπει όμως να είναι κανείς απόλυτα ειλικρινής: η αλήθεια είναι ότι, σήμερα, η ανάγνωσή της δεν θα αλλάξει τον κόσμο όπως τον γνωρίζουμε: είχε ληφθεί ακριβώς πριν από τέσσερις δεκαετίες. Και, αυτό έχει μεγάλη σημασία, έχει μεσολαβήσει και η δωδεκάτομη έκδοση των «Αρχείων Καραμανλή». Που δεν υπήρχαν τότε που έγιναν αυτές οι συζητήσεις και που έχουν δώσει έκτοτε εκτενή και εις βάθος εικόνα σχετικά με τον Καραμανλή. Για τον ενεργό αναγνώστη όμως, θα προσθέσει εξαιρετικά ενδιαφέρουσες και εξίσου αναπάντεχες αποχρώσεις… Οταν την ετοιμάσαμε είχαμε δώσει τον γενικό τίτλο: «Ο Καραμανλής για όλους και για όλα». Και συνοδευόταν από σχετικά ντοκουμέντα, από εκτενή εισαγωγή του υπογράφοντος, αλλά και από τις, δύο, ίσως και τρεις αν θυμάμαι καλά, πολύ ενδιαφέρουσες εισαγωγές που ο ίδιος ο Σταύρος Ψυχάρης είχε γράψει κατά καιρούς, ήδη από τη δεκαετία του ’80 σε διάφορες κατά καιρούς σκέψεις δημοσίευσης, που όμως τελικά δεν καρποφόρησαν. Και που, επίσης, φυσικά δεν δημοσιεύθηκαν ποτέ. Είναι γραμμένες από έναν διαδοχικά κορυφαίο πολιτικό συντάκτη, μετέπειτα καινοτόμο επιτυχημένο διευθυντή, αργότερα πανίσχυρο γενικό διευθυντή και εκδότη του μεγαλύτερου ομίλου ενημέρωσης της χώρας. Και, τέλος, επιχειρηματία. Ιδιοκτήτη. Που ενώ όλοι οι «προηγούμενοι» συνέβαλαν αποφασιστικά στην άνοδο, ο «τελευταίος» πρωταγωνίστησε στην, τελικά πρόσκαιρη ευτυχώς, τραγική πτώση.
Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΘΡΥΛΙΚΗΣ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ ΠΡΟΣ ΨΥΧΑΡΗ
Στ. Ψυχάρης:
Στη μακρά σταδιοδρομία σας κύριε Πρόεδρε, σχηματίσατε επτά κυβερνήσεις και κυβερνήσατε τη χώρα επί 14 χρόνια. Εχουν γραφεί και έχουν λεχθεί για την προσωπικότητά σας και για το έργο σας πολλές φορές πράγματα αντιφατικά. Και επειδή δεν έχετε, ως γνωστόν, τη συνήθεια να ομιλείτε πολύ υπάρχει στην Κοινή Γνώμη μια σύγχυση, ιδίως πάνω σε ορισμένα βασικά ιστορικά γεγονότα. Θα θέλατε να μου παραχωρήσετε μια συνέντευξη που θα φώτιζε μερικά από αυτά;
Κ. Καραμανλής:
Oπως ξέρεις, δεν δίδω συνεντεύξεις. Θα κάνω όμως μια εξαίρεση γιατί μου άρεσε το βιβλίο που έγραψες για τις πρώτες 70 ημέρες της μεταπολιτεύσεως. Ποια θέματα σ’ ενδιαφέρουν ειδικότερα;