Με το Πεκίνο να εντείνει την εφαρμογή στρατηγικής εξαναγκαστικής διπλωματίας έναντι της Ταϊπέι, διεξάγοντας μεγάλου εύρους αεροναυτικές στρατιωτικές ασκήσεις και εκτοξεύοντας βαλλιστικούς πυραύλους γύρω από την Ταϊβάν, ως απάντηση της επίσκεψης της προέδρου της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων, Νάνσι Πελόζι, το ερώτημα περί της ακολουθητέας πολιτικής της Ουάσιγκτον είναι εξαιρετικά επίκαιρο. Αυτό γιατί η μετάβαση από τη στρατηγική της ειρηνικής ανάδυσης που εγκαθίδρυσε ο Ντεγκ Σιαοπίνγκ (1978-1989), με αντικειμενικό πολιτικό στόχο να απομειώσει τα όποια διλήμματα ασφάλειας δημιουργούσε η Κίνα στους συνδαιτυμόνες της και να προσαρμοστεί στους κανόνες της νεοφιλελεύθερης διεθνούς τάξης, στη συγκαιρινή στρατηγική του Σι Τζινπίνγκ για τη διαμόρφωση ενός εξωτερικού περιβάλλοντος ασφάλειας με στόχο την ανάδυση της Κίνας ως πλανητικής δύναμης, συνωθεί τις ΗΠΑ στην εξωτερική-εσωτερική της εξισορρόπηση. Ωστόσο η εν λόγω στρατηγική επιλογή των ΗΠΑ δεν λαμβάνει υπόψιν ότι Ταϊβάν είναι ένα εσωτερικό θέμα για την Κίνα (που τη θεωρεί επαρχία της) και συνέχεται με το αέναο δίλημμα ασφαλείας που δημιουργεί στο Πεκίνο μια ενδεχόμενη αυτονόμησή της σε συνδυασμό με το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας. Υπό αυτό το πρίσμα μια ανεξάρτητη Ταϊβάν δημιουργεί προβλήματα για την εθνική ταυτότητα της Κίνας, εγείροντας ζητήματα για το σύνολο των εθνοτικών εδαφών υπό την κινεζική εξουσία – Θιβέτ, Ξιν Γιανγκ.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ