H πιο δημοφιλής σύγκριση, που διευκολύνεται και από χρονικές συμπτώσεις αφού ο Νίξον παραιτήθηκε μια 8η Αυγούστου, είναι με το Γουοτεργκέιτ. Εμπνέει πολιτικούς αρχηγούς όπως ο Αλέξης Τσίπρας, καθηγητές όπως ο Ξενοφών Κοντιάδης ή ο Γιώργος Κατρούγκαλος, εφημερίδες της αντιπολίτευσης αλλά και του εξωτερικού. Οποιος διατρέξει βέβαια εκείνη την υπόθεση (ο φίλτατος Αντώνης Καραμπατζός παρέθεσε χθες στον τοίχο του μερικές πολύ ενδιαφέρουσες πτυχές) δύσκολα θα βρει πολλά κοινά στοιχεία με το ελληνικό σκάνδαλο υποκλοπών – με βάση τουλάχιστον όσα γνωρίζουμε μέχρι στιγμής. Η δύναμη του συμβολισμού όμως είναι μεγάλη. Και το σύνθημα των αντιπάλων του Μητσοτάκη εύκολο: να παραιτηθεί όπως ο Νίξον.
Μια άλλη σύγκριση, που δεν είναι καινούργια αλλά επανέρχεται δυναμικά στο προσκήνιο, είναι ανάμεσα στον Πρωθυπουργό και τον ούγγρο ομόλογό του. «Ο Μητσοτάκης είναι ο Ορμπαν του Νότου», είπε χθες ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Κώστας Αρβανίτης, εννοώντας προφανώς την κατάσταση των μέσων ενημέρωσης στην Ουγγαρία και όχι τη δήλωση του πρωθυπουργού της ότι θέλει λιγότερες drag queens και περισσότερους Τσακ Νόρις. Για τον καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης Νίκο Μαραντζίδη, πάλι, έχουμε φύγει από τη σύγκριση με τον Ορμπαν και «είμαστε κάπου ανάμεσα στη δημοκρατία και τη μη δημοκρατία». Κάτι σαν τη Βουλγαρία, ας πούμε;
Η πιο σκληρή παρατήρηση όμως ανήκει στην ανταποκρίτρια της Guardian στην Αθήνα. Σύμφωνα με την Ελενα Σμιθ, η υπόθεση των παρακολουθήσεων θυμίζει όχι απλώς τη χούντα των συνταγματαρχών, αλλά τις πιο σκοτεινές της ημέρες. Οι επόμενες αποκαλύψεις θα αφορούν προφανώς ευρείας κλίμακας βασανιστήρια.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν ήταν χθες ούτε διαφωτιστικός ούτε πειστικός. Δεν μπορούσε να μπει στην ουσία της υπόθεσης, κάτι τέτοιο συνιστά κακούργημα. Μπορούσε όμως να προβεί σε λιγότερη κινδυνολογία και να δώσει περισσότερες εξηγήσεις. Μπορούσε να παράσχει διαβεβαιώσεις ότι δεν θα επιτρέψει άλλες αστείες «διαρροές» από τον μηχανισμό του κόμματός του. Μπορούσε να αποφύγει τις εκτός θέματος αναφορές στις «σκοτεινές δυνάμεις εκτός Ελλάδας» που επιδιώκουν αποσταθεροποίηση και στους «εχθρούς της πατρίδας» που θέλουν μια αδύναμη ΕΥΠ. Κι αυτή η επιμονή στο πρώτο ενικό και στις «μοναχικές μάχες αυτοκριτικής» έχει ένα όριο. Οπως σημείωσε ο πάντα εύστοχος Ευάγγελος Βενιζέλος, «το μίγμα αίσθησης παντοδυναμίας και ακρισίας απέβη ανεξέλεγκτο».
Eθεσε κι άλλα ζητήματα ο Βενιζέλος. Μπορούν να παρακολουθούνται πολιτικά πρόσωπα, βουλευτές ή αρχηγοί κομμάτων για λόγους «εθνικής ασφάλειας» εάν το σταθμίσει ο εκάστοτε πρωθυπουργός και το εγκρίνει ένας εισαγγελέας Εφετών; Ο ίδιος απαντά κατηγορηματικά ΟΧΙ. Ακόμη κι αν πρόκειται, ας πούμε, για βουλευτές της Χρυσής Αυγής; Οι πολιτικοί έχουν το ακαταδίωκτο; ‘Η το ζητούμενο είναι να θεσπιστούν περισσότερες ασφαλιστικές δικλίδες;
Η συζήτηση έχει μεγάλο ενδιαφέρον και θα έπρεπε να γίνει ψύχραιμα. Οι συγκρίσεις με άλλες εποχές και άλλες καταστάσεις μπορεί να αποφέρουν πολιτικά οφέλη, αλλά επί της ουσίας είναι αντιπαραγωγικές.