Ξημέρωμα στην πιο ψηλή κορφή της Χώρας έπειτα από νυχτερινές περιπλανήσεις στο νησί, συνοδεία τσικουδιάς και ρακής παλαιωμένης. Ο διαπεραστικός ήχος μιας ειδοποίησης στο κινητό διαταράσσει την παχιά σαν μπαμπάκι σιωπή την οποία υφαίνει γύρω μας το μελτέμι που μας τριγυρίζει. Ο Σωτήρης μεταφέρει το μήνυμα που μόλις έφτασε από τον «άλλο κόσμο», εκεί που η ζωή δεν σταματά λεπτό και τα γεγονότα – φριχτά ή ευοίωνα – διαδέχονται το ένα το άλλο με ρυθμούς καταιγιστικούς: «Κινεζικός πύραυλος κινείται ανεξέλεγκτος προς τη Γη – Προειδοποίηση της EASA για τη Νότια Ευρώπη και την Ελλάδα», είναι ο τίτλος της είδησης ενώ, παρακάτω, διευκρινίζεται ότι κομμάτια του πυραύλου ενδέχεται να πέσουν σε Μακεδονία ή Κρήτη, το Σάββατο 30/7 ή την Κυριακή. Πρώτη σπάει τη σιωπή η Βάσια που, όπως οι περισσότεροι εξ ημών, έχει εξοικειωθεί με την ιδέα ότι οι ειδήσεις πλέον θα θυμίζουν ολοένα και περισσότερο μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας του Φίλιπ Ντικ. «Ωραία, έστω ότι είναι Σάββατο βράδυ και σε μισή ώρα ξέρουμε πως φτάνει το τέλος του κόσμου, τι κάνουμε παίδες;», ρωτά την ομήγυρη.
«Εγώ θα ρέμβαζα από ένα μπαλκόνι σκεπτόμενη πόσο υπέροχη ήταν η ζωή μέχρι τώρα», απαντά η Κωνσταντίνα. «Δηλαδή, δεν υπάρχει τρόπος διαφυγής, έτσι;», ρωτάει ο Χρήστος που το μαθηματικό μυαλό του δεν μπορεί να δεχθεί ότι δεν υπάρχει λύση στο πρόβλημα. Ο Αργύρης αναφέρει κάτι για ερωτικές συνευρέσεις ως το τελευταίο νανοδευτερόλεπτο και ο Γιώργος για χορό μέχρι το «σφύριγμα» της λήξης. «Νομίζω θα έκανα αγκαλιές τους φίλους μου με χίλιες και μία λαβές αγάπης», λέει η Κάθριν.
«Εγώ θα κερνούσα τεκίλα όλο το μαγαζί και θα προσευχόμουν στους θεούς. Θα τους έπιανα έναν έναν, κάποιος θα ήταν αληθινός. Τεκίλα και προσευχή», δηλώνει ο Δημήτρης. «Εγώ θα έκλεινα την “παράσταση” που λέγεται ζωή με ένα ποίημα…», λέει και ο Γρηγόρης, το «βουνό», που είχε παραμείνει τόση ώρα σιωπηλός, με το βλέμμα καρφωμένο στο απέραντο μπλε. «Ποιο;», λέμε με μια φωνή κι εκείνος σηκώνεται όρθιος, αργά, κοιτώντας προς την ανατολή, σαν να στέκεται με σεβασμό ενώπιον αρχέγονου τοτέμ και με τα χέρια υψωμένα αναφωνεί: «Ω υπερωκεάνειον, τραγουδάς και πλέχεις…».