Την κατηγόρησαν ότι τόσες μέρες σιωπούσε, εκείνη, που έχει άποψη για τα πάντα και δεν δίστασε, δήθεν, να πάρει εμμέσως ακόμη και το μέρος του Λιγνάδη. Στην πραγματικότητα, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας ασκεί με αυστηρότητα τα καθήκοντά της, χωρίς να διστάζει να κάνει ανοίγματα στην κοινωνία, αλλά και να υπενθυμίζει όποτε χρειάζεται τα αυτονόητα. Ενα τέτοιο αυτονόητο, που δεν έχει σχέση με κανέναν Λιγνάδη, είναι ότι «η δικαιοσύνη δεν απονέμεται με βάση το κοινό περί δικαίου αίσθημα, αλλά σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους».

Στη χθεσινή της παρέμβαση για την υπόθεση των παρακολουθήσεων, που ήταν επιβεβλημένη αλλά δεν μπορούσε ασφαλώς να γίνει πριν από τη δήλωση του Πρωθυπουργού, η Κατερίνα Σακελλαροπούλου επισήμανε ένα άλλο αυτονόητο: ότι «η προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας είναι θεμελιώδης συνθήκη μιας δημοκρατικής και φιλελεύθερης κοινωνίας» και ότι η όποια εξαίρεση «πρέπει να είναι σύμφωνη με τις αρχές του κράτους δικαίου και της αναλογικότητας». Tηρήθηκαν αυτές οι προϋποθέσεις στις παρακολουθήσεις του Θανάση Κουκάκη και του Νίκου Ανδρουλάκη; Τηρούνται στις παρακολουθήσεις άλλων πολιτών; Τι χαρακτήρα, και τι έκταση, μπορεί να έχουν οι «εξαιρέσεις» σε μια δημοκρατική κοινωνία;

Τα αυτονόητα μπορεί να είναι βαρετά, μπορεί να μη βγάζουν πηχυαίους τίτλους ή να μη δικαιολογούν σφοδρές επιθέσεις, αλλά είναι πολύτιμα. Το καταλαβαίνεις όταν σου λείπουν. Απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου, η εκπρόσωπος της Κομισιόν στις Βρυξέλλες δήλωσε χθες ότι είναι απαράδεκτο να αποκτούν οι μυστικές υπηρεσίες παρανόμως πρόσβαση στα προσωπικά δεδομένα δημοσιογράφων ή πολιτικών. Μα η παρακολούθηση του Ανδρουλάκη ήταν τυπικά νόμιμη (αν και πολιτικά εσφαλμένη) απαντά ο Πρωθυπουργός. Φυσικά και δεν ήταν, αντιτείνει ο Βενιζέλος. Ηταν, εφόσον είχε να κάνει με την «προστασία της χώρας σε ένα απαιτητικό διεθνές περιβάλλον που προϋποθέτει εγρήγορση και δύσκολες σταθμίσεις», λέει η Σακελλαροπούλου. Προστασία της χώρας;

Η Πρόεδρος, όπως η αντιπολίτευση και ολόκληρη η κοινωνία, ζητά «άμεση και πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης». Ποιος θα αναλάβει την πρωτοβουλία; Οι παρακολουθούντες; Μα αυτό θα ερχόταν σε σύγκρουση με τη φύση της δουλειάς τους. Οι παρακολουθούμενοι; Μα αυτό τους θέτει αυτομάτως σε θέση άμυνας (αφού πρέπει να αποδείξουν ότι κακώς παρακολουθούνταν) και ο Ανδρουλάκης, τουλάχιστον, θεωρεί ότι αυτή είναι μια μοναδική ευκαιρία για να βγει στην επίθεση (αφού μόνο έτσι θα μπορέσει να παίξει κεντρικό ρόλο στην πολιτική σκηνή). Η εξεταστική επιτροπή; Μα αυτό προϋποθέτει συνεργασία και καλή πίστη. Η ερευνητική δημοσιογραφία; Κάπως υπερβολική απαίτηση, είν’ αλήθεια.

Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, το βάρος πέφτει στον Πρωθυπουργό. Αντίθετα με τη δράση των μυστικών υπηρεσιών, άλλωστε, η κρατική δράση πρέπει πράγματι να είναι διαφανής. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι με την πλάτη στον τοίχο. Η μόνη του διέξοδος είναι μια αντεπίθεση ειλικρίνειας. Με οδηγό του, όπως τονίζει αυτονοήτως η Πρόεδρος, τον «σεβασμό και την προάσπιση της δημοκρατίας».