Δεν μπορώ να θυμηθώ αν ήταν ζεστό ή κρύο το καλοκαίρι του ’95. Δεν έχει καμία σχέση βέβαια με την ιστορία, αλλά θα ήταν μια καλή εισαγωγή και θα υπήρχε και μια περιγραφή ακόμη που θα βοηθούσε, πέρα απ’ τον αναγνώστη, και τον γραφιά να γεμίσει λίγες παραπάνω γραμμές. Ποια θερμοκρασία, μωρέ… Δεκαπέντε χρονών ήμουν. Στα δεκαπέντε βράζει τόσο το αίμα σου που δεν καταλαβαίνεις καύσωνα. Στα δεκαπέντε σε νοιάζει ο έρωτας – και το μοναδικό συναίσθημα που νιώθεις είναι το φτερούγισμά του στο στομάχι. Στα δεκαπέντε θες να κάνεις πράγματα απαγορευμένα χωρίς κανένα νόημα και που αν δεν ήταν απαγορευμένα, δεν θα τους έδινες καμία σημασία. Θες να νιώσεις την αδρεναλίνη σου να ανεβαίνει. Θες να νιώσεις τον κίνδυνο του να σε πιάσει ο περιπτεράς να κλέβεις μια τσίχλα. Θες, σώνει και καλά, να μάθεις ότι είσαι τεκνοθετημένος, ότι ο πραγματικός σου πατέρας ήταν ναυτικός που ταξίδευε με τον Καββαδία, ότι τον πιάσανε σε κάποιο λιμάνι, η μάνα σου δεν μπορούσε να σε μεγαλώσει μόνη κι έρημη και σε έδωσε σε αυτούς τους καλούς ανθρώπους που σε μεγάλωσαν, σε φρόντισαν, αλλά αν είχαν κάνει ψυχοθεραπεία και είχαν λύσει τα θέματά τους, δεν θα τη χρειαζόσουν εσύ όταν θα μεγάλωνες.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ