Καλοκαίρι της δεκαετίας του 1970, σαλπάρουμε με καΐκι από την Πάρο για την Αντίπαρο, έχοντας ακούσει για το γνωστό πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου, και λίγο μετά το ηλιοβασίλεμα φτάνουμε στην κεντρική πλατεία. Αμυδρά θυμάμαι, ότι καθίσαμε σε ένα από τα τραπέζια που ήταν τραβηγμένα στην περίμετρο της πλατείας, με όλα γύρω μας φρεσκοασβεστωμένα, σε μια αμφιθεατρική κυκλική διάταξη, αφήνοντας χώρο στο κέντρο. Απέναντί μας το βάθρο, το πάλκο ή το λεγόμενο «πατάρι» για την ορχήστρα, φτιαγμένο με καφάσια της μπίρας, σκεπασμένα με μαδέρια οικοδομής, καλυμμένα με πολύχρωμες κουρελούδες και τοποθετημένες γλάστρες βασιλικού. Οι καρέκλες των μουσικών και τα μικρόφωνα με τους ενισχυτές στη θέση τους και μια σειρά από πολύχρωμα φωτάκια στηριγμένα σε δύο κάθετα καδρόνια στις άκρες του βάθρου συμπλήρωναν το γνωστό εορταστικό σκηνικό, που σε διάφορες παραλλαγές στήνεται σε όλη την επικράτεια τέτοιες μέρες. Ηρθαν τα εδέσματα και οι παγωμένες στον πάγο μπίρες και λίγο καθυστερημένα ανέβηκε στη σκηνή η ορχήστρα της γνωστής μουσικής οικογένειας Κονιτοπούλου, με βιολιά και λαούτα και τις υπέροχες φωνές τους να τραγουδούν τα γνωστά νησιώτικα.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ