H πολύκροτη υπόθεση των παρακολουθήσεων έχει πολλές πτυχές. Η πιο σημαντική είναι ασφαλώς αυτή που θέτει ουσιαστικά ζητήματα δημοκρατίας: το απόρρητο των επικοινωνιών ενός πολίτη, και πολύ περισσότερο ενός δημοσίου προσώπου, αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα, πρέπει να προστατεύεται και δεν μπορεί να αίρεται παρά σε ακραίες περιπτώσεις που προβλέπονται από το Σύνταγμα. Οπως τόνισε και η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, η εφαρμογή της όποιας εξαίρεσης πρέπει «να είναι σύμφωνη με τις αρχές του κράτους δικαίου και της αναλογικότητας».
Μια άλλη πτυχή είναι πολιτική: η αποκάλυψη ότι στόχος παρακολούθησης υπήρξε και ο σημερινός αρχηγός του ΠΑΣΟΚ έχει κλονίσει βεβαιότητες, έχει ανατρέψει ισορροπίες, έχει εντείνει τη δυσπιστία και έχει καταστήσει πιο δύσκολες κάποιες συμμαχίες που μέχρι τώρα θεωρούνταν πιθανές ή αναπόφευκτες. Το πολιτικό σκηνικό είναι πιο ρευστό από ποτέ. Βαριές κατηγορίες για «σκοτεινούς σκοπούς» και «απόπειρες πολιτικής εξόντωσης» εκτοξεύονται πλέον από πολιτικούς που διακρίνονταν μέχρι τώρα για τη μετριοπάθειά τους. Ξένα μέσα ενημέρωσης δεν διστάζουν να κάνουν συγκρίσεις της ελληνικής κυβέρνησης ακόμη και με τη χούντα!
Το κλίμα γίνεται λοιπόν επικίνδυνα τοξικό. Κι αυτό, σε μια περίοδο που η χώρα, όπως και ολόκληρη η Ευρώπη, έχει να αντιμετωπίσει μεγάλα προβλήματα λόγω της συνέχισης του πολέμου στην Ουκρανία και της ενεργειακής κρίσης που έχει προκληθεί. Είναι λοιπόν απολύτως επιβεβλημένο η υπόθεση αυτή να διαλευκανθεί πλήρως το ταχύτερο δυνατό. Τα ερωτήματα που έχουν τεθεί πρέπει να απαντηθούν. Οι εξηγήσεις που εκκρεμούν πρέπει να δοθούν. Οι δικλίδες ασφαλείας σε σχέση με τη λειτουργία των μυστικών υπηρεσιών πρέπει να ενισχυθούν. Οι έρευνες που έχουν αποφασιστεί πρέπει να γίνουν με ψυχραιμία, διαφάνεια και καλοπιστία. Και, φυσικά, οι όποιες ευθύνες πρέπει να αποδοθούν.
Μόνο έτσι θα υπάρξει η αναγκαία κάθαρση και θα αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη που είναι αναγκαία για τη λειτουργία της δημοκρατίας. Οι καθυστερήσεις, οι σκοπιμότητες και οι δικαιολογίες, απ’ όποια πλευρά κι αν προέρχονται, δεν είναι ανεκτές.