Oι βασικοί παίκτες έχουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο εκφραστεί. Ο Πρωθυπουργός απολογήθηκε (his way). Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας τοποθετήθηκε (her way). Οι στόχοι των παρακολουθήσεων απαιτούν να μάθουν. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης καταγγέλλει. Οι δημοσιογράφοι αγωνίζονται να καταλάβουν. Οι συνταγματολόγοι διασταυρώνουν τα ξίφη τους. Οι κυβερνητικοί βουλευτές ανησυχούν. Μόνο ένας δεν έχει μιλήσει: ο κυρίαρχος λαός.
Ο μόνος ασφαλής τρόπος να γίνουν γνωστές οι απόψεις του λαού είναι φυσικά οι εκλογές. Αλλά ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έχει κανέναν λόγο να βιαστεί. Για να ελπίζει να αποκομίσει οφέλη από την πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, θα πρέπει να υιοθετήσει επιθετική στάση. Και αυτό με τα σημερινά δεδομένα δεν μπορεί να το κάνει. Είναι καταδικασμένος να αμύνεται, να προσπαθεί να εξηγήσει τα ανεξήγητα, να ελίσσεται, να αντιφάσκει. Θέλει να κερδίσει χρόνο, ελπίζοντας ότι δεν θα υπάρξουν νέες αποκαλύψεις κι ότι η κρίση θα τελειώσει εδώ. Δεν είναι διόλου βέβαιο.
Ο αμέσως κοντινότερος τρόπος είναι οι έρευνες της κοινής γνώμης. Ομως δημοσκοπήσεις Αύγουστο μήνα δύσκολα γίνονται, πόσω μάλλον φέτος που βουλιάζουν τα νησιά. Η αμηχανία, αν όχι κατάπληξη, αν όχι οργή, των πολιτών είναι δεδομένη: τον Κουκάκη δεν τον ξέρουμε, αλλά γιατί, διάβολε, παρακολουθούσαν τον Ανδρουλάκη; Σημασία έχει λοιπόν να καταγραφεί το κλίμα όταν καταλαγιάσει ο θόρυβος. Οταν συγκληθεί η εξεταστική επιτροπή, όταν πάψει η δημόσια συζήτηση να είναι μονοθεματική, όταν έρθουν ξανά στην επιφάνεια τα πραγματικά προβλήματα των πολιτών.
Γιατί αν η παρακολούθηση, νόμιμη ή παράνομη, ενός πολιτικού ή ενός δημοσιογράφου θέτει χωρίς αμφιβολία μεγάλα ζητήματα δημοκρατικής τάξης, αυτό που καίει τον πολίτη είναι πώς θα βγάλει τον προαναγγελθέντα δύσκολο χειμώνα. Πώς θα πληρώσει το ρεύμα και τη βενζίνη, πώς θα προστατεύσει τη δουλειά του, πώς θα αντιμετωπίσει ένα ενδεχόμενο νέο κύμα του κορωνοϊού. Κι εκεί, η κυβέρνηση έχει την πρωτοβουλία, για τον απλό λόγο ότι εκείνη κυβερνά.
Το στοίχημα για τον Μητσοτάκη είναι έτσι να πείσει τους πολίτες ότι έχει λύσεις για τα υλικά τους προβλήματα χωρίς να δώσει την εντύπωση ότι προσπαθεί με τις λύσεις αυτές να γλιτώσει από τα δικά του θεωρητικά προβλήματα. Εχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα: ο σοβαρότερος πολιτικός του αντίπαλος δεν είναι το θύμα του τελευταίου σκανδάλου, αλλά κάποιος που προσπαθεί να επωφεληθεί από το σκάνδαλο αυτό κάνοντας το ακροατήριο να ξεχάσει τα αντίστοιχα σκάνδαλα της δικής του θητείας. Ο Αλέξης Τσίπρας επαναλαμβάνει έτσι με κάθε ευκαιρία ότι η Ελλάδα είναι ουραγός στην Ευρώπη από την άποψη της ελευθερίας του Τύπου, λες και δεν έχει παραπεμφθεί δικός του υπουργός στο Ειδικό Δικαστήριο για προσπάθεια ελέγχου και άλωσης του ίδιου αυτού Τύπου.
Ο Πρωθυπουργός έχει όμως κι ένα μεγάλο μειονέκτημα: μόλις κατέγραψε δύο βασικές απώλειες. Εχασε το βασικό επιχείρημα με το οποίο ήθελε να κατεβεί στις εκλογές, δηλαδή την ανάγκη της αυτοδυναμίας, αφού αποδείχθηκε για άλλη μια φορά ότι η αυτοδυναμία οδηγεί σε συγκεντρωτισμό και ο συγκεντρωτισμός σε αλαζονεία. Εχασε και το Plan B που κάποια στιγμή είχε αναγκαστεί να υιοθετήσει, δηλαδή τη δέσμευση πως θα εξετάσει όποια συνεργασία απαιτείται προκειμένου να κυβερνηθεί ο τόπος, αφού ο ηγέτης του μόνου κόμματος με το οποίο θα μπορούσε να συνεννοηθεί, του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, τον κατηγόρησε για «σχέδιο πολιτικής εξόντωσης» και «σκοτεινούς σκοπούς».
Ο Ανδρουλάκης πολύ δύσκολα θα συνεργαστεί όμως και με τον Τσίπρα. Η εξίσωση μοιάζει άλυτη. Κάποιοι «τρίτοι», ή μάλλον τέταρτοι, φέρονται να ετοιμάζονται να παρουσιαστούν ως «έλληνες Ντράγκι» στην περίπτωση που οι εκλογές οδηγήσουν στο απόλυτο αδιέξοδο. Είναι κι αυτό κάτι που θα λάβουν υπόψη τους οι πολίτες όταν κληθούν να εκφραστούν. Their way.