Μόλις είδα τη ζωγραφιά, ανακάλυψα κάποιον που γνώριζε τους γέρους αγρότες των παιδικών μου χρόνων πριν καν υπάρξουν. Vincent van Gogh, «The Peasant, portrait of Patience Escalier», έργο του 1888, διαστάσεων 69×56 cm. Απέδιδε εκπληκτικά τα χέρια τους, το λιοπύρι τους, το σκαμμένο πρόσωπο. Πώς πέτυχε ο καλός μου Βικέντιος να δει κάτι τόσο δικό μου; Ενας Βορειοευρωπαίος να «πιάνει» τους ρυτιδιασμένους χειρώνακτες (και μάλιστα πολύ πριν τους λατρέψουν ιδεολογικά οι ζωγράφοι και οι ταμένοι αφηγητές της γενιάς του ’30);
Τον Αύγουστο, οι περισσότεροι κάτοικοι των πόλεων θέλουν να ανακαλύψουν λίγο το χειρώνακτα που θυμούνται ή και κρύβουν μέσα τους. Θέλουν να περπατήσουν ξυπόλυτοι όπως τα φτωχόπαιδα στα έργα του Νικηφόρου Λύτρα. Αν εξαιρέσουμε βέβαια αυτούς που οι διακοπές τους είναι μια ακόμα πρόφαση για ποσταρίσματα στο «μαγικό ηλιοβασίλεμα» και το μπαρ των τεταμένων CELEBRITIES, οι άλλοι, οι πατριδογνώστες, που ψάχνουν τις ρίζες (υιοθετούν δε στιγμιαία και στοιχεία από την ντοπιολαλιά, σαν τους ψυχαρικούς δημοτικιστές), ανακατεύονται στο νησί, στην εξοχή, με αγρότες, αλιείς, με «αγνούς ανθρώπους» της υπαίθρου. Θαυμάζουν τη στερεότητα του λόγου, τα ροζιασμένα χέρια, θυμούνται λίγο τα παιδικά τους διαβάσματα, Καρκαβίτσα, Παπαδιαμάντη, Καζαντζάκη. Κανένα ψάρεμα με δυναμίτη, κανένα ισχυρό παρασιτοκτόνο δεν μπορεί να επισκιάσει το νεοφώτιστο, «πλέριο» θαυμασμό για τους ανθρώπους του μόχθου.
Ο θαυμασμός βέβαια θα κρατήσει λίγο, μια εβδομάδα το πολύ και μετά, ακαριαία προσαρμογή στο Παγκράτι ή την Τσιμισκή. Ο Βαν Γκογκ περισσότερο τους είναι γνωστός από τις τιμές στις δημοπρασίες, ίσως και από τις πολλές ταινίες που έχουν γυριστεί με θέμα τη μυθιστορηματική ζωή του. Τη τρέλα του, τη φτώχεια του, τη μοναξιά του. Να σημειώσουμε ότι ο σημερινός θριαμβευτής των δημοπρασιών ζούσε από τα εμβάσματα του αδελφού του Τεό και αυτοκτόνησε νεότατος και πικραμένος.
Το φως κίτρινο, η σκιά κόκκινη. Τα χέρια πάνω στο καφέ υπόστρωμα «σκάβονται» με πινελιές ώχρας, η ίδια τεχνική και στο πρόσωπο, κυκλικές συγκοπτόμενες πινελιές- χαρακιές. Να ο κόπος του σκαφτιά και ο χαρακτήρας. Ο Χάιντεγκερ έγραψε «την προέλευση του έργου τέχνης» εκκινώντας από τα «Παπούτσια» του Βαν Γκογκ. Παρανόησε το έργο για να καμουφλάρει το κείμενό του (ευτυχώς υπάρχει η εξαιρετική θεωρητική και μεταφραστική επιμέλεια του Γ. Τζαβάρα στην ιστορική έκδοση της Δωδώνης). Πού καταλήγουμε λοιπόν; Οτι ο Βαν Γκογκ ήταν ένας σχεδόν αυτοδίδακτος ευρηματικός, ότι επηρέασε συντριπτικά τους ζωγράφους ή ότι συνέλαβε κάθε προσωπική παράσταση, κάθε σχεδιαστική πιθανότητα, κάθε πρόσωπο δικό μας, μνημονικά κατεχόμενο; Ή μήπως καταλήγουμε ότι ο πολιτιστικός καιροσκοπισμός των μικροαστών θα καταναλώσει λίγη σκηνοθετημένη αυθεντικότητα του «ροζιασμένου χεριού», αλλά γρήγορα θα επιστρέψει στο γλυκό άστυ και στους καβγάδες στα φανάρια;
Ο Αύγουστος είναι ο μήνας που αρχίζει ο τρύγος, ο μήνας που οι περισσότεροι θα πάνε έστω τρεις μέρες κάπου, ο μήνας που επιτρέπει και καθοδηγεί όλων των ειδών τις αναμνήσεις, αγροτικές, αστικές, ερωτικές. Είναι σκληρά μελαγχολικός, ιδίως μετά τις 15, αφού (εκτός από τη προσωπική συντριβή των γενεθλίων μου) βρισκόμαστε στην τελική ευθεία για το άνοιγμα των σχολείων. Ο Αύγουστος γίνεται έτσι, κατά το ήμισυ, Σεπτέμβρης, ένας ημισχολικός μήνας. Ευτυχώς, στην πολιτιστική συνθήκη που καταφέραμε, δεν εννοούμε τίποτα, δεν ταυτιζόμαστε με τίποτα, δεν συγκινούμαστε με κανέναν. Στιγμιαίοι θαυμαστές, ενίοτε τιμωροί, επιθετικά αυτάρεσκοι με πεσμένο ηθικό.