Φυσικά και είναι τα ηλιοβασιλέματα, εκείνη η γαλήνια εξαφάνιση του ήλιου που έχεις τον χρόνο και την άπλα να χαζέψεις στον ορίζοντα, ενόσω οι πατούσες παραμένουν χωμένες στην άμμο και το βλέμμα χάνεται στη θάλασσα. Φυσικά και είναι οι παρέες που ενώνονται ξανά, με γέλια λίγων ημερών, από Ιούλιο σε Ιούλιο και από Αύγουστο σε Αύγουστο, σαν να μην έχει περάσει όμως ούτε μέρα. Φυσικά και είναι οι κάθε λογής νέες «ανακαλύψεις»: από την παραλία που λίγοι ξέρουν και για την οποία δεν πρέπει να διαδώσεις το παραμικρό για να μη «χαλάσει» από την πολυκοσμία, έως τη συνταγή της πίτας που ήθελες να τρως κάθε βράδυ, γνωρίζοντας ότι το πιάτο δεν θα βγει το ίδιο όταν το επιχειρήσεις στην κουζίνα σου στην πόλη χωρίς εκείνα τα τοπικά υλικά. Φυσικά και όλα αυτά, οι «πληροφορίες» του καλοκαιριού (εικόνες, στιγμιότυπα, λόγια και πρόσωπα) λειτουργούν αναζωογονητικά (να γεμίσουμε μπαταρίες για τον χειμώνα δεν λένε;), άλλοτε για περισσότερο χρόνο, άλλοτε για λίγο. Είναι ωστόσο και μια άλλη κατηγορία «πληροφοριών», ας τις πούμε οι «άχρηστες». Αυτές δεν είναι βιωματικές, δεν υπόσχονται να σου φορτίσουν καμία μπαταρία, δεν τις κουβαλάς μαζί σου ως κυρίαρχη ανάμνηση του καλοκαιριού ή ως νοσταλγία. Απλώς τις ακούς με ευχαρίστηση από οικεία πρόσωπα στα χαλαρά βράδια στη βεράντα. Και γιατί όχι δηλαδή; Οι «άχρηστες» πληροφορίες πάνε πακέτο με την αμεριμνησία των διακοπών – δεν τις αντέχεις κοινώς αν δεν είσαι αδειούχος!
Προσωπικά, μάζεψα φέτος πολλές τέτοιες από αγαπημένα πρόσωπα. Και καταλαβαίνω ότι μέσα (και) από αυτές τους γνώρισα τελικά καλύτερα. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι αύριο μεθαύριο θα ξεχάσω τη λέξη «παχούντα» που πρωτάκουσα από τον οικογενειακό φίλο όταν μου μιλούσε για το αγαπημένο γλυκό στα παιδικά του χρόνια στην Παλαιοχώρα Χανίων, αλλά θα θυμάμαι όσα έζησε μικρός και το πώς μεγάλωσε. Ισως ξεχάσω και τη «θρεψίνη», για την οποία φέτος έμαθα ότι τρελαινόταν να απλώνει στο φρεσκοζυμωμένο ψωμί η μητέρα μου, μεγαλώνοντας στη Φαρκαδόνα Τρικάλων, αλλά θα θυμάμαι όλες τις δυσκολίες και τις χαρές που έζησε εκείνα τα χρόνια. Για την Ιστορία, η «παχούντα» («το είπαν έτσι στη Γαύδο γιατί το έτρωγες και… πάχαινες», λέει ο φίλος) ήταν αλεσμένο κριθάρι μαζί με λάδι και μέλι και η «θρεψίνη» ήταν μια πυκνή κρέμα από εκχύλισμα σταφίδας.