Πολλοί κατηγόρησαν τον Πρωθυπουργό που το 2019 υπήγαγε στο γραφείο του την ΕΥΠ. Οχι πως αυτή δεν ήταν μια ακόμη ενέργεια ελέγχου «των αρμών της εξουσίας», είτε αφελώς γίνεται παραδεκτή από τον ΣΥΡΙΖΑ είτε κρύβεται πίσω από τη δήθεν νομιμοποίηση του επιτελικού κράτους. Η χώρα μας όμως ακολούθησε από τις τελευταίες αυτή την πρακτική. Σχεδόν πλέον σ’ όλες τις δημοκρατικές ευρωπαϊκές χώρες οι Υπηρεσίες Εθνικών Πληροφοριών υπάγονται απευθείας στους προέδρους ή στους πρωθυπουργούς. Ενα ακόμη αποτέλεσμα της λεγόμενης προεδροποίησης (Presidentialitation) της πολιτικής. Μια προσπάθεια δηλαδή να βρεθούν τρόποι αντίστασης στην πτωτική τάση του κέρδους για τα ξεπερασμένα κομματικά προϊόντα μέσω της ενίσχυσης του αρχηγού. Αντιθέτως με την κοινότοπη επίκληση στην κομματικοκρατία για να εξηγηθεί η κρίση εμπιστοσύνης προς τα κόμματα, είναι το αντίθετο που την προκαλεί. Είναι η αδυναμία των κομμάτων ν’ ανταγωνίζονται μεταξύ τους για ψήφους έχοντας διαφορετικά προγράμματα, αφού πλέον τα κόμματα των λεγόμενων συνταγματικών τόξων έχουν σχεδόν ίδιες δεσμεύσεις στους διακηρυκτικούς τους στόχους και ίδιες προτάσεις δημόσιας πολιτικής. Αυτή η κατάσταση «νομιμοποιεί» το Προοδευτικό Κέντρο να υποστηρίζει πως η διάκριση Αριστερά – Δεξιά είναι ξεπερασμένη.
Πώς όμως θα επιλέξουν έτσι οι πολίτες; Αυτό θα γίνει μόνο αν τα μη δεξιά και μη αριστερά κόμματα έχουν χαρισματικούς ηγέτες. Είτε ο Σουμπέτερ είχε δίκιο είτε όχι, όταν υποστήριζε πως οι εκλογές γίνονται μεταξύ ανταγωνιστικών ελίτ, σήμερα το πρόβλημα μετατρέπεται σε ανταγωνισμό μεταξύ των κομμάτων για το ποιο έχει τον πιο ικανό αρχηγό. Λόγω της έλλειψης σημαντικών διαφορών «το χάρισμα» του ηγέτη κρίνει τις εκλογές. Και αν το διακύβευμα είναι το ποιος αρχηγός είναι ο καλύτερος, ο εξυπνότερος και οι ικανότερος, τότε εκεί όχι μόνο δεν χωρά καμία αμφισβήτησή του, αλλά προκύπτει και ένας ανταγωνισμός μεταξύ των στελεχών για το ποιο θα πείσει περισσότερο πως υπακούει στον ηγέτη. Εξού και τα στελέχη σ’ όλο το κομματικό σύστημα ανταγωνίζονται το ένα το άλλο για το ποιος πρώτος θα αναφερθεί στα λεγόμενα του αρχηγού. Δεν υπάρχει συζήτηση που να μην ξεκινά από το «όπως λέει και ο “κραταιός» αρχηγός μας». Το ρευστό εκλογικό σώμα κολλάει εκεί όπου τα νερά είναι πιο λασπωμένα. Και αυτά είναι τέτοια όπου τα κόμματα παραγκωνίζονται για χάρη των μηχανισμών. Εξού και η ανάγκη από την ύπαρξη αντί πολιτικών προσώπων με ιδέες, προσώπων ικανών στην ίντριγκα και στη διαχείριση του πολιτικού χρήματος όπως ο κ. Δημητριάδης.
Αν αυτά όμως χρειάζονται για να κερδίσει το σύγχρονο κόμμα – καρτέλ τις εκλογές, τότε αυτονοήτως οι ηγέτες τους πρέπει να κυβερνούν με αυταρχικό – συγκεντρωτικό τρόπο. Να μην κυβερνούν μέσω του κόμματός τους, αλλά παρά την ύπαρξή του (Thomas Poguntke και Paul Webb, 2005). Εδώ αποτυπώνεται ο κλονισμός της κυριαρχίας Μητσοτάκη με τις παρακολουθήσεις του και Τσίπρα με τη χυδαία σπίλωση των αντιπάλων του (δες Novartis και ιδιαιτέρως η περίπτωση Ανδρέα Λοβέρδου). Χωρίς αυτό να σημαίνει πως και οι δυο τους δεν μπορούν να επανέλθουν. Είπαμε, τα συστήματα θέλουν «ισχυρούς» ηγέτες και πρωθυπουργούς.
Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι διδάκτωρ Κοινωνιολογίας