Πολλοί έκαιγαν νοβοπάν και βερνικωμένα παλιά έπιπλα, έβλεπαν τηλεοπτικά σκουπίδια, κατανάλωναν χαμηλού επιπέδου τροφές. Στο κρύο και στην ένδεια, δεν ενδιαφέρονταν ούτε για το περιβάλλον ούτε για τη μόρφωση ούτε για την υγεία τους. Ο καθένας ήθελε να τη βγάλει καθαρή ακόμα ένα βράδυ. Χρησιμοποιώ τον παρελθόντα χρόνο στα ρήματα, γιατί θέλω να παραμείνω στη θερινή ελπίδα. Δυστυχώς θα αναδυθεί ακόμα πιο επιθετικό το πρόβλημα τους επόμενους μήνες. Σε συνθήκες ένδειας, σημαντικές πολιτισμικές κατακτήσεις εξαφανίζονται. Οι πολλοί υπερχρεωμένοι (ακόμα και τέως μεσοαστοί), φοβισμένοι, αμυντικοί, με ανθυποεπιδόματα. Αγγίζουν ως μοντέλο ζωής τη δεκαετία του ’50 ή του ’60, χωρίς όμως τις ελπίδες, χωρίς την αναμονή της προόδου που έφερε η μεταπολεμική περίοδος.
Υπάρχει μια θυελλώδης διαφορά με τα πρώτα χρόνια της χρεοκοπίας. Τώρα το νέφος τυλίγει ολόκληρη την ήπειρο. Αυτά που έρχονται στο φως, όχι μόνο οι δυσοίωνες εκτιμήσεις για τον ενεργειακό και διατροφικό κύκλο, αλλά και οι ειδήσεις της πολιτικής καθημερινότητας, όπως π.χ. οι «κυπατζίδικες» παρακολουθήσεις, ο αυταρχισμός, οι απίστευτες ανοησίες στον χειρισμό της πανδημίας, τα επεισόδια στον Εβρο, αποτελούν τη μετάφραση μιας γενικής, πολιτιστικής και πολιτικής, υποχώρησης. Ολα τα αξιακά στοιχεία που συγκρότησαν τη μεταδικτατορική, δημοκρατική περίοδο και εξασφάλιζαν κοινωνική συνοχή, ακόμα και στις πιο συγκρουσιακές πολιτικά περιόδους, καταρρέουν. Αυτή η κατάρρευση, η έκλειψη, δεν μπορεί παρά να ασκεί την επιρροή της στο πολιτικό υπερκείμενο. Στις ποιότητες και στα ζητούμενα. Δεν μπορεί να μην επηρεάζονται η πολιτική εκφώνηση, η πολιτική διοίκηση, η νομοθετική ποιότητα. Στο κάτω κάτω, η πολιτική συντίθεται και από τις συλλογικές ορμές. Το προφίλ του λήπτη, του πολιτικού «καταναλωτή», έχει αλλάξει, η πολιτική «παραγγελία» επίσης.
Θα μεταχειριστώ ως παράδειγμα πολιτικής διαστρέβλωσης το θέμα του σταθμού μετρό στα Εξάρχεια. Μια τεχνική διχογνωμία μετατρέπεται σε πολιτική και εν συνεχεία κοινωνική σύγκρουση. Πώς ένα δημόσιο συγκοινωνιακό έργο, ένα λαϊκό έργο, συνεργάζεται με την πόλη; Πώς παραλαμβάνει και πώς καθοδηγεί τους χρήστες, τους πολίτες που το χρησιμοποιούν; Ποιες υπερτοπικές και τοπικές οδικές συνδέσεις αξιοποιεί; Γιατί ένα δημόσιο κοινωφελές έργο δεν εγκαθίσταται ερήμην της πόλης και των κατοίκων τους οποίους αφορά αλλά προκύπτει από διαρθρωμένες παραγωγικές, κοινωνικές, πολιτιστικές ανάγκες. Αν στέκουν μάλιστα αυτοί οι γενικοί ισχυρισμοί, μπορεί κανείς να προχωρήσει σε κριτική όλων των συγκοινωνιακών έργων. Και να βρει σημαντικά προβλήματα στο τρόπο με τον οποίο συχνά δυσλειτουργούν. Πώς «ακούμπησαν» στην πόλη, ποιες δομές της πόλης παρέλαβαν, ανέπτυξαν. Υπάρχει λοιπόν μια διχογνωμία για την εγκατάσταση του σταθμού του μετρό στην περιοχή των Εξαρχείων. Εναντι της άποψης (που δεν στηρίζεται σε πολύ γερά επιχειρήματα,) για την εγκατάσταση στην πλατεία, αναπτύχθηκε η άποψη από πολύ σοβαρούς μελετητές για την οδό Τοσίτσα. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, υπουργείο Πολιτισμού, τρεις μεγάλες δημόσιες δομές και στο κέντρο τους ο σταθμός. Φαίνεται ότι η ισχύς τους τεκμηριώνει την τοποθέτηση του έργου στην Τοσίτσα. Εξυπηρετούνται (και πολλαπλασιάζονται) οι επισκέπτες του εμβληματικού Μουσείου, οι φοιτητές του Πολυτεχνείου, οι εργαζόμενοι, οι κάτοικοι των Εξαρχείων, αλλά μέσω της στρατηγικής οδού Πατησίων, που παραλαμβάνει μέρος των φορτίων, δημιουργείται μια απολύτως λογική συγκοινωνιακή ακολουθία στην πόλη.
Η τεχνική διχογνωμία μπορεί να ενταθεί, όσο οι επιστημονικές θέσεις αντέχουν. Η συζήτηση αποκτά όμως πολεμικά χαρακτηριστικά. Ισως γιατί δεν μπορεί να αφομοιωθεί η πόλη ως οικιστική και παραγωγική ενότητα ή γιατί υπάρχει μια εμπαθής κυβερνητική στόχευση; Ολοι θέλουν το έργο. Ας μην αντικαθιστά ο αστυνομικός φανατισμός τις στέρεες επιστημονικές απόψεις.