Χωρίς να λεπτολογούμε το θέμα των σχέσεων ιστορίας και λογοτεχνίας, όπως το κάνουν οι πέντε εξαίρετοι συνεργάτες του αφιερώματός μας, μπορούμε να αποφανθούμε με βεβαιότητα ότι πρόκειται για έναν δεσμό που μπορεί να εννοηθεί ως άρρηκτος μέσα στους αιώνες. Κάτι περισσότερο, ότι πρόκειται για ένα δίδυμο, για ένα ζεύγος, που το ένα μέλος του δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το άλλο. Φτάνει να σκεφτεί κανείς πόσο άφωνα θα παρέμεναν τα ιστορικά γεγονότα, αν δεν επενέβαινε η λογοτεχνία ώστε να συγκεκριμενοποιείται η υπόστασή τους και να κάνει τη μνήμη τους ευδιάκριτη. Διαφορετικά θα παρέμεναν ένα διαρκώς διογκούμενο άθροισμα περιστατικών, με αναπόφευκτη συνέπεια τον σταδιακό αποχρωματισμό τους. Και από την άλλη, πόσο φτωχή θα ηχούσε η λογοτεχνία σε περίπτωση που παρέμενε μια ακόμη και μεγαλοφυής καταγραφή της εσωτερικής περιπέτειας ενός μοναχικού ή μη μοναχικού ανθρώπου, ακόμα και άσχετης με γεγονότα που ενώ δεν την καθόρισαν, μπορεί να ανιχνεύσει κανείς μέσα τους τις αιτίες ώστε να είναι δυνατόν να εξηγηθεί ακόμη και ένας καθαρά προσωποπαγής, περίκλειστος κόσμος.
Συντομεύοντας και συνοψίζοντας με τον τρόπο που έχει καθορίσει σ’ ένα κείμενό του ο αλησμόνητος ποιητής Τάκης Σινόπουλος, γράφοντας «εν αρχή ην ο λόγος και μετά για να συντομεύουμε ο Ζαν Πολ Σαρτρ», θα προτείναμε να θυμηθούμε δύο μυθιστορήματα, με την ιστορία του το καθένα, το «Τρίτο Στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή και το «Δυο φορές Ελληνας» του Μένη Κουμανταρέα. Αρρηκτα συνδεδεμένες οι ζωές των ηρώων τους με τις ιστορικές – άρα και πολιτικές – συνθήκες των χρόνων που μέσα τους εξελίσσονται, συμπίπτουν και τα δύο σε τούτο ακριβώς: τα ιστορικά γεγονότα, αν και καθοριστικά, όσον αφορά τις ζωές των ανθρώπων, να αναγνωρίζονται με ημερομηνία λήξεως και από πρωταγωνιστικά να υποχωρούν συχνά μέχρι εξαφανίσεως, ενώ η παρουσία, για παράδειγμα της κυρίας Εκάβης στο «Τρίτο Στεφάνι» αυτονομούμενη να συνιστά το αποδεικτικό στοιχείο ότι ο δικτάτορας Μεταξάς όντως υπήρξε. Σάμπως και η λογοτεχνία να έχει εξελιχθεί στον μοναδικό τρόπο ώστε άνθρωποι που ταλαιπωρήθηκαν και βασανίστηκαν μέσα σε απάνθρωπες ιστορικές συνθήκες, να μπορούν να ελπίζουν πως θα πάρουν το αίμα τους πίσω ενόσω συνεχίζουν να ζουν ή έχουν πεθάνει.