Πριν από πολλά χρόνια, όταν η «Ελευθεροτυπία» ξεκίνησε τη μόδα των προσφορών με το Ελληνικό Λεξικό Τεγόπουλος – Φυτράκης, είχα γράψει στα «ΝΕΑ» μια εξυπνάδα του τύπου ότι μια εφημερίδα σαν τη «Monde» ή τη «Libération» δεν θα κατέφευγε ποτέ σε κάτι τέτοιο για να αυξήσει την κυκλοφορία της. Ο εκδότης της εφημερίδας και του λεξικού, ο μακαρίτης ο Κίτσος Τεγόπουλος, παρεξηγήθηκε και έγραψε την άλλη μέρα ένα σχόλιο στη σελίδα των παραπολιτικών όπου εξέφραζε την έκπληξή του για την τόση βεβαιότητά μου. Εστειλα τότε ένα μικρό σημείωμα στην «Ε», όπου πληροφορούσα τον Τεγόπουλο ότι έκανε λάθος, οι άνθρωποι με βεβαιότητες κατά βάθος με τρομάζουν. Το σημείωμα δημοσιεύτηκε στην ίδια θέση, με μια λιτή και ευγενέστατη απάντηση του εκδότη. Αλλες εποχές, άλλα ήθη.
Φυσικά είχα άδικο, αφού πολύ σύντομα όχι μόνο όλες οι ελληνικές εφημερίδες παρασύρθηκαν σ’ έναν ανταγωνισμό των προσφορών που τις κατέβαλε, αλλά το ίδιο εργαλείο χρησιμοποίησαν και πολλές ξένες εφημερίδες (εκείνες στις οποίες είχα αναφερθεί προτιμούσαν να δίνουν ταινίες και CD). Για τις βεβαιότητες όμως έλεγα την αλήθεια: ποτέ δεν με συγκίνησαν, ποτέ δεν με παρέσυραν. Πάντα είχα περισσότερα ερωτήματα από απαντήσεις. Πάντα προσπαθούσα να δω ένα ζήτημα κι από την αντίθετη σκοπιά.
Θυμήθηκα αυτή την ιστορία με αφορμή δύο γεγονότα που απασχολούν τον τελευταίο καιρό την ελληνική κοινή γνώμη, δημιουργούν νέες διαχωριστικές γραμμές, κλονίζουν την εμπιστοσύνη προς την κυβέρνηση, προκαλούν καβγάδες και διαγραφές στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: τις παρακολουθήσεις και τους πρόσφυγες στον Εβρο. Εξακολουθώ, ας πούμε, να εκπλήσσομαι από την απόλυτη σιγουριά εκείνων (όχι αναγκαστικά αντιπάλων της κυβέρνησης) που λένε ότι ο Μητσοτάκης ήξερε από την αρχή τα πάντα για την υποκλοπή του τηλεφώνου του Ανδρουλάκη. Μπορεί φυσικά να έχουν δίκιο, είναι δύσκολο ένας πρωθυπουργός που έχει υπό τον έλεγχό του την ΕΥΠ να μη γνώριζε ένα τόσο σοβαρό θέμα. Αλλά πώς είναι τόσο σίγουροι; Γιατί δεν αφήνουν ένα περιθώριο αμφιβολίας;
Ακόμη μεγαλύτερη εντύπωση μου έκανε η τυφλή βεβαιότητα με την οποία κάποιοι χρήστες των social media (μεταξύ των οποίων και φίλοι) έγραψαν ότι όλη η περιπέτεια των προσφύγων στον Εβρο, μαζί κι ο θάνατος ενός μικρού κοριτσιού, ήταν ένα παραμύθι, ένα ψέμα, μια κατασκευή, όπου πρωτοστάτησαν οι Τούρκοι, οι δικαιωματιστές, οι πληρωμένες ΜΚΟ, οι κακοί έλληνες και ξένοι δημοσιογράφοι, οι άθλιοι συριζαίοι και γενικά όσοι θέλουν να πλήξουν την κυβέρνηση και τον Μητσοτάκη. Ηταν η μέρα που έψαχνα στοιχεία για να γράψω την καθημερινή μου στήλη και αυτή η ομοβροντία της βεβαιότητας με αποσυντόνισε: ήξεραν κάτι που δεν ήξερα; Είχα πέσει θύμα παραπληροφόρησης, την οποία εκείνοι επιδέξια είχαν ξετρυπώσει;
Οχι. Οπως αποδείχθηκε, οι πρόσφυγες υπήρχαν, το κοριτσάκι πράγματι πέθανε, οι ΜΚΟ είχαν δίκιο, όπως κι εκείνοι που ζητούσαν για μέρες από την κυβέρνηση να κάνει κάτι, είτε το επεισόδιο εκτυλισσόταν σε τουρκικό έδαφος είτε σε ελληνικό. Κάποιοι από τους οπαδούς της θεωρίας της κατασκευής απέσυραν τις αναρτήσεις τους, κάποιοι άλλοι όμως επέμειναν, σίγουροι για τις απόψεις τους και έτοιμοι να τσακωθούν με όσους δεν τις συμμερίζονταν. Είχαν στοιχεία; Οχι, όπως δεν είχαν και πριν από την αποκάλυψη της αλήθειας. Πάσχουν όμως από τη νόσο των βεβαιοτήτων.
Η νόσος αυτή πλήττει κυρίως τους ριζοσπάστες, ενίοτε όμως προσβάλλει και τους φιλελεύθερους. Ευνοείται από την ανοησία και την άγνοια, καμιά φορά όμως επισκέπτεται τους ευφυείς και ενημερωμένους. Δεν έχει πάντα βαριά συμπτώματα, μπορεί, ας πούμε, να οδηγήσει απλώς σε έναν έντονο διάλογο. Αν δεν αντιμετωπιστεί εγκαίρως, όμως, έχει μια σοβαρή παρενέργεια: τον φανατισμό.