O Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν βρίσκεται σε δεινή θέση. Παρά τις προσπάθειές του να εμφανιστεί ως μεσολαβητής στον πόλεμο της Ουκρανίας, συνομιλώντας τόσο με τον Πούτιν όσο και με τον Ζελένσκι, υπολείπεται των αντιπάλων του στις δημοσκοπήσεις για τις προεδρικές εκλογές στην Τουρκία που θα πραγματοποιηθούν το αργότερο τον ερχόμενο Ιούνιο. Για λόγους όμως που έχουν να κάνουν ακόμη και με την πιθανή εμπλοκή του σε δικαστικές περιπέτειες, αυτές τις εκλογές δεν έχει την πολυτέλεια να τις χάσει. Πρέπει ή να τις κερδίσει ή να τις αναβάλει. Και το εργαλείο που χρησιμοποιούν συχνότερα σε τέτοιες περιπτώσεις αυταρχικοί ηγέτες σαν κι αυτόν είναι η επίκληση «εθνικών λόγων» για τη συσπείρωση του πληθυσμού γύρω από αυτούς.

Δύο από τα μέτωπα στα οποία ο τούρκος πρόεδρος μοιάζει αποφασισμένος να καλλιεργήσει ένταση τους επόμενους μήνες για εσωτερική κατανάλωση είναι η Ελλάδα και η Κύπρος. Το γεωτρύπανο «Αμπντούλ Χαμίντ Χαν» κινείται προς το παρόν στην τουρκική υφαλοκρηπίδα, τίποτα δεν αποκλείει όμως να αλλάξει ρότα και να επιχειρήσει γεωτρήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ, παραβιάζοντας τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Την ίδια στιγμή, ο Ερντογάν πολλαπλασιάζει τις επιθέσεις του εναντίον της Ελλάδας, αμφισβητώντας τις διεθνείς συνθήκες, εργαλειοποιώντας το προσφυγικό ζήτημα και φτάνοντας να χαρακτηρίσει τη χώρα μας «καταφύγιο τρομοκρατών». Για εκείνον, βέβαια, τρομοκράτης είναι όποιος διαφωνεί με την πολιτική του.

Η ελληνική κυβέρνηση παρακολουθεί με προσοχή αυτές τις κινήσεις, είναι έτοιμη να απαντήσει σε οποιαδήποτε πρόκληση, δεν έχει κανέναν λόγο όμως να παρασυρθεί σε έναν ανταγωνισμό επιθετικότητας. Κατέχει περίοπτη θέση στην ευρωπαϊκή οικογένεια και την αξιοποιεί όποτε το κρίνει σκόπιμο. Εχει σταθερές συμμαχίες, δεν πατάει σε δύο ή περισσότερες βάρκες. Κινείται με βάση τα δημοκρατικά ιδεώδη και το διεθνές δίκαιο. Επενδύει στην ήπια ισχύ της, χωρίς να παύει να εκσυγχρονίζει την άμυνά της. Και θυμάται πάντα ότι εκλέγεται από τον λαό για να υπηρετεί τον λαό.

Αυτή είναι η δύναμη της δημοκρατίας.