Τα τσεμπέρια και οι κουβέρτες κρέμονται πίσω τους, διπλωμένα στο σχοινί. Δίπλα διακρίνονται οι κίονες της παλαιοχριστιανικής εκκλησίας της Θεσσαλονίκης, φτιαγμένοι με μάρμαρο Προκοννήσου από την Προποντίδα. Αλλά οι πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης – του 1914 αρχικά, του 1922 στο δεύτερο κύμα – δεν γνωρίζουν την ιστορία της Αχειροποιήτου: έχουν γίνει οι ίδιοι κομμάτι της. Κοιτάζουν τον φακό κατά το πρόσταγμα του φωτογράφου και, χωρίς να το γνωρίζουν ή να το επιθυμούν, συμμετέχουν στην αποτύπωση της εθνικής μνήμης. «Από το 1914 ως το 1924, κι ακόμα πιο πέρα, πήραν να καταφθάνουν μεμονωμένα ή σε μικρές ομάδες στην αρχή, κοπαδιαστά και άτακτα αργότερα, με αραμπάδες, ζώα, βάρκες, καΐκια, βαπόρια, ακόμα και με τα πόδια, σε χάλι κακό, βρωμισμένοι μα αποκαθαρμένοι, λουσμένοι μες στο αίμα τους, από τις ελληνικές πατρίδες της Ανατολής, την Ελλάδα μάλλον της Ανατολής, χιλιάδες των χιλιάδων κυνηγημένοι, ληστεμένοι, βιασμένοι, απορφανισμένοι άνθρωποί μας, αναζητώντας μια νέα γωνιά μες στην ελεύθερη πατρίδα. Υπήρξαν, βέβαια, κι εκείνοι που έφτασαν σχετικώς άνετα είτε γιατί είχαν τον τρόπο, είτε γιατί ήταν κατατοπισμένοι και προβλεπτικοί, είτε γιατί στάθηκαν τυχεροί είτε και γιατί τα είχαν καλά με τον Τούρκο», γράφει ο Γιώργος Ιωάννου στο περίφημο πλέον «Η παρέλαση των προσφύγων» από το βιβλίο «Το δικό μας αίμα» (Ερμής, 1978).
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ