H Toυρκία πολλαπλασιάζει τις διπλωματικές της πρωτοβουλίες, μεσολαβώντας σε πολέμους, κλείνοντας μέτωπα, προσελκύοντας επενδύσεις και διεκδικώντας γενικά τον ρόλο μιας μεγάλης περιφερειακής δύναμης. Μετά την προσέγγιση με το Ισραήλ, το οποίο ο πρόεδρος Ερντογάν έχει χαρακτηρίσει «κράτος – τρομοκράτη», φαίνεται τώρα να συμφιλιώνεται και με τη Συρία, τον ηγέτη της οποίας ο Ερντογάν έχει επίσης χαρακτηρίσει στο παρελθόν «τρομοκράτη». Οι λέξεις όμως δεν έχουν σημασία. Προέχει η ισχύς.

Την ίδια στιγμή, τούρκοι αναλυτές επισημαίνουν πως παρότι ο Ερντογάν βρίσκεται πίσω στις δημοσκοπήσεις και όλοι αναρωτιούνται τι μέσα θα χρησιμοποιήσει για να παραμείνει στην εξουσία, η αντιπολίτευση αδυνατεί να παρουσιάσει μια αξιόπιστη εναλλακτική λύση για το μέλλον, αρνείται να συμπεριλάβει στις τάξεις της το φιλοκουρδικό κόμμα HDP, ενώ δεν έχει αποφασίσει και στο όνομα ενός υποψηφίου που θα μπορούσε να κερδίσει τις επόμενες προεδρικές εκλογές και να αποκαταστήσει στη συνέχεια τη δημοκρατία και το κύρος των θεσμών. Η αδυναμία της αυτή λειτουργεί, όπως είναι φυσικό, προς όφελος του σημερινού προέδρου.

Δεν είναι αρκετό λοιπόν να επενδύει η χώρα μας στην απομόνωση της Τουρκίας και το πολιτικό τέλος του ηγέτη της. Πρέπει να προετοιμάζεται και για την περίπτωση που η γειτονική χώρα διευρύνει τις συμμαχίες της και ο πρόεδρός της επανεκλεγεί για άλλα πέντε χρόνια. Ακόμη και στην περίπτωση μιας ειρηνικής εναλλαγής στην εξουσία, άλλωστε, η πολιτική της Τουρκίας απέναντι στην Ελλάδα δεν αναμένεται να αλλάξει ριζικά.

Τα συναισθήματα εν τέλει δεν έχουν σημασία. Προέχει ο ρεαλισμός.