Ο Δραγοφίνας χαζεύει τα δελφίνια που έχουν πλευρίσει τη βάρκα. Πάντα πηγαίνει στο νησί με τη Λενιώ, τη βάρκα του Στέφου, τη νοικιάζει απ’ τον ηλικιωμένο ψαρά στον Αλογόπορο, του αρέσει ο δίχρονος ήχος της, δεν γουστάρει το βαρύ μουγκρητό των θαλάσσιων ταξί, και θέλει την ανεξαρτησία του, κοιμάται τις νύχτες στη Λενιώ, χωράει άνετα τα δύο μέτρα του κορμιού του, ο Αντώνης Δραγοφίνας είναι μαρμαράς, τεχνίτης περιζήτητος, εκατό κιλά σκέτοι μύες, ένας γίγαντας με γκρίζα, σγουρά μαλλιά, έχει γκριζάρει απ’ τα τριάντα του, τώρα που σαρανταρίζει σκέφτεται ν’ αλλάξει το όνομά του, «θα το κάνω white dragon κι άμα μου τη δώσει θα τα βάψω κόκκινα και θα τα κόψω μοϊκάνα, θα πετάω φωτιές στη σκηνή», ναι, ο Δραγοφίνας είναι και ερασιτέχνης ράπερ, εμφανίζεται σπανίως και μόνο στον Κάκτο, το υπόγειο μπαρ της γειτονιάς του και τις βραδιές που ραπάρει γίνεται χαμός, η βραχνή φωνή του συνεπαίρνει το κοινό και εκείνος ταξιδεύει σε άλλες διαστάσεις, είναι οι μόνες στιγμές που δεν κεκεδίζει, ο Δραγοφίνας είναι τραυλός, γι’ αυτό μιλάει ελάχιστα.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ