Με αφορμή την υπόθεση της παρακολούθησης του τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη, στην πολιτική ζωή της χώρας κυριάρχησε ένας οξύς λόγος που προσωποποιούσε την πολιτική ευθύνη στο πρόσωπο του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, ενώ συχνά από πολλούς διατυπώθηκε (μάλλον με ηθικολογικού τύπου επιχειρήματα) το αίτημα της παραίτησής του.

Η πολιτική ηθικολογία συνηθίζει να παραβλέπει την πραγματικότητα και τις επιπτώσεις που θα είχε ενδεχόμενη αποδοχή από τον Πρωθυπουργό των προτροπών προς αυτόν που θα οδηγούσε στην παραίτησή του. Παραβλέπει, δηλαδή, τον κλυδωνισμό της ελληνικής πολιτικής ανάμεσα σε πολιτικές δυνάμεις χωρίς στιβαρό προγραμματικό λόγο που θα πλειοδοτούν σε «φιλολαϊκές» θέσεις προκειμένου να καταλάβουν την εξουσία, την ίδια στιγμή που βαθαίνει μια πολύπλευρη διεθνής κρίση η οποία μας επηρεάζει πολλαπλά, σε πολλά επίπεδα: στην οικονομία, στις διεθνείς σχέσεις, στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της κοινωνίας, στις μεταρρυθμίσεις.

Η χώρα χρειάζεται πολιτική σταθερότητα. Ηδη, η επόμενη εκλογική διαδικασία με απλή αναλογική, την οποία ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ, την έχει ναρκοθετήσει. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η χώρα πρέπει να κυβερνηθεί, χωρίς κλυδωνισμούς στο εσωτερικό και χωρίς περιπέτειες προσανατολισμού στο εξωτερικό. Η σταθερότητα δεν είναι απλός φορμαλισμός, είναι δημοκρατική ουσία. Ούτε η υπονόμευσή της είναι φορμαλισμός, εμπεριέχει σοβαρούς αυτοκτονικούς κινδύνους λαϊκιστικών και αντιδημοκρατικών εκτροπών – έχουμε μακρά εμπειρία. Ευτυχώς, αυτό φαίνεται ότι πρωτίστως το καταλαβαίνουν οι πολίτες.