Κατά μία έννοια, η σκηνή ήταν κερδισμένη ήδη από τα παρασκήνια. Επειδή οποιαδήποτε σκηνή, πίστα ή πλατό γίνονται «δικά» της μετά το πρώτο τραγούδι (για το οποίο ακόμη και τώρα, ύστερα από 65 χρόνια «ενσήμων», δηλώνει τρακ). Το Ηρώδειο είναι ένας χώρος οικείος στην τέταρτη (;) καριέρα της Μαρινέλλας, εάν δεν έχουμε χάσει τον λογαριασμό. Η κορυφαία ερμηνεύτρια, κρίκος και γέφυρα για τρεις διαφορετικές γενιές τραγουδιστών, ακροατών και θεατών, εμφανίστηκε χθες το βράδυ από το ύψος του φαινομένου, το οποίο προσδοκούσε να παρακολουθήσει το ακροατήριο (στο οποίο, παρόλη τη φιλολογία, χωρούσαν αρκετοί νέοι και νέες). Ως συνήθως, το… «φαινόμενο» ενεργοποίησε τον μηχανισμό των πολλαπλών μεταμορφώσεων – εκείνων που έφεραν το πρώην σεγόντο του Καζαντζίδη στην πρώτη γραμμή της νυχτερινής διασκέδασης, στις μπουάτ, στις συναυλίες του εξωτερικού και στην ολική επαναφορά με τραγούδια όχι μόνο δικά της, αλλά και με όσα αγάπησε από το λαϊκό και έντεχνο ρεπερτόριο. Η χθεσινή συναυλία βασιζόταν ακριβώς σ’ αυτό το μείγμα: στα δικά της διαχρονικά τραγούδια – αυτά που «σταλιά σταλιά» πέρασαν στο συλλογικό ασυνείδητο των θαυμαστών -, αλλά και τα «απρόσμενα», όπως, μάλλον καταχρηστικά, ονομάστηκαν κάποτε από τη δισκογραφία. Σε αυτά ανήκαν το «Στα περβόλια» του Μίκη Θεοδωράκη (που το είχε εντάξει βέβαια στο άλμπουμ «Μεγάλες στιγμές» του 1984), «Ακρογιαλιές δειλινά» του Βασίλη Τσιτσάνη, Piensa en mí, Solidao. Σε όλη αυτή τη διάρκεια «έπαιζε» με τους μουσικούς της ορχήστρας, ενώ απολάμβανε τη συνοδεία του Θανάση Βασιλόπουλου στο κλαρίνο («Μια χαμένη Κυριακή» )
ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ. Η Μαρινέλλα στάθηκε στη σκηνή υπενθυμίζοντας ότι το ένστικτο και η πείρα μιας ερμηνεύτριας μπορεί να ακολουθήσει τις διαφορετικές ενορχηστρώσεις μιας ορχήστρας, όπως η «Φιλαρμόνια» του Αλέξη Πρίφτη (τη συνεργασία με την οποία τόνισε αρκετές φορές). Οτι το καλύτερο αντηχείο στο θέαμα είναι η σκηνική παρουσία και το σώμα την ώρα της ερμηνείας (εξού και η τοποθέτηση μικροφώνου μακριά από την «πηγή» ή οι θεατρικές αποφωνήσεις, σήμα κατατεθέν). Ακόμη ακόμη ότι οι αποχρώσεις ανάμεσα στις χαμηλές περιοχές, το φαλτσέτο και την αντήχηση – εντάξει, με διαφορετικές ποιότητες από τραγούδι σε τραγούδι – μπορούν να εντοπίζονται από τους θεατές στις κερκίδες ύστερα από το φυσιολογικό πέρασμα μιας πολυκύμαντης διαδρομής. Οι τελευταίοι ήταν που γνώριζαν από πριν έτσι κι αλλιώς ποιες θα ήταν οι πιο δυνατές σκηνές του χθεσινού θεάματος: «Καμιά φορά», «Κι η γη γυρίζει», «Βίρα τις άγκυρες», «Ελα γι’ απόψε». Σε όλες αυτές η Μαρινέλλα επί σκηνής – μια οπτικοακουστική τραγουδίστρια όπως έχει δηλώσει για τον εαυτό της – δεν διαφέρει από τη Μαρινέλλα των άλμπουμ.
«Για πάντα μύθος» ονομαζόταν η συναυλία, μία λέξη που συνήθως η ίδια η ερμηνεύτρια αρνείται. Ισως επειδή το τραγούδι, ως αγώνισμα δύο ωρών, έχει να κάνει περισσότερο με τον ιδρώτα, την κίνηση και την καταπόνηση. Μια μυθολογία, λοιπόν, αλλά πολύ ανθρώπινη. Ισως για αυτό επέλεξε να κλείσει με το «Μην απελπίζεσαι» του Τσιτσάνη και το «Υπομονή» των Ξαρχάκου, Σακελλάριου. Είχε προηγηθεί φυσικά με θεατράλε εισαγωγή ως ανκόρ το δικό της στάνταρ, «Ανοιξε πέτρα», με το οποίο όλοι σηκώθηκαν όρθιοι για να χειροκροτήσουν.