Μπορεί να επαναλαμβάνουμε στερεοτυπικά πως είμαστε «ούνα φάτσα ούνα ράτσα», μπορεί τα τελευταία χρόνια να μπήκαμε σε κοινές λίστες υπέρογκων χρεών, όμως η αλήθεια είναι πως η ιταλική πολιτική ζωή σπανίως έμοιαζε με την ελληνική: το διαφορετικό σύστημα, οι διαφορετικές επιλογές και (κυρίως) οι διαφορετικοί χειρισμοί σε κρίσιμες στιγμές διαχώριζαν τους μεν από τους δε. Αυτή τη φορά ωστόσο η Ιταλία έχει καταφέρει να κερδίσει την προσοχή ολόκληρης της Ευρώπης. Η Ρώμη αποδείχτηκε ευάλωτη μετά την παραίτηση του Μάριο Ντράγκι. Με τα κερδοσκοπικά funds να ποντάρουν πια ανοιχτά στη χρεοκοπία της, μόλις λίγες εβδομάδες πριν από τις εθνικές εκλογές, το ιταλικό πολιτικό σύστημα έχει να διαχειριστεί ένα εκρηκτικό κοκτέιλ οικονομικής και πολιτικής ρευστότητας – οι «Αδερφοί της Ιταλίας» της Τζόρτζια Μελόνι που προηγούνται στις δημοσκοπήσεις και φιλοδοξούν να ηγηθούν ενός συντηρητικού συνασπισμού βρίσκονται στην ίδια κατηγορία με τον Βίκτορ Ορμπαν και τη Μαρίν Λεπέν.
Οι πρώτες ελληνικές ανησυχίες άρχισαν να εκφράζονται τις ημέρες της παραίτησης του Ντράγκι, καθώς αρκετοί κυβερνητικοί παράγοντες αναγνώριζαν τον κίνδυνο η αστάθεια να εξαπλωθεί στον ευρωπαϊκό νότο, με το βλέμμα στραμμένο και στον οικονομικά δύσκολο χειμώνα που έρχεται. Στην πραγματικότητα, το βλέμμα της Αθήνας είναι στραμμένο στο καλοκαίρι του 2023, εφόσον οι εκλογές της απλής αναλογικής προγραμματίζονται από τον Κυριάκο Μητσοτάκη για το τέλος της άνοιξης. Η πιθανότητα «ιταλοποίησης» είναι στην πραγματικότητα ένα σενάριο πολιτικής και οικονομικής περιπέτειας που θα δημιουργήσει συνθήκες κρίσης τον επόμενο χρόνο, με δεδομένο πως η υπόθεση των παρακολουθήσεων και η σκληρή σύγκρουση των πολιτικών δυνάμεων έχει τον δικό της αντίκτυπό και στους θεσμικούς διαύλους ανάμεσα στα κόμματα. Πέραν των οικονομικών δυσκολιών που φέρνει η ακρίβεια και οι ενεργειακές συνθήκες μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, το σχεδόν αναπόφευκτο δεδομένο των διπλών εκλογών έχει γίνει σημείο συζήτησης και στρατηγικής αναζήτησης τόσο στο γαλάζιο στρατόπεδο όσο και στην αντιπολίτευση, για την πιθανότητα ούτε η δεύτερη κάλπη να βγάλει κυβέρνηση.
O εκλογικός νόμος. Στην κεντροδεξιά κοινοβουλευτική ομάδα άρχισαν ήδη οι πρώτες δημόσιες αναφορές για αλλαγή του πλειοψηφικού εκλογικού νόμου που ψήφισε η ΝΔ σε ένα ακόμα πιο «σταθερό» εκλογικό πλαίσιο, με μεγαλύτερο μπόνους στο πρώτο κόμμα. «Αυτό είναι ένα θέμα, που είναι αλήθεια ότι απασχολεί, με την έννοια ότι ένας βασικός στόχος και αδυναμία σήμερα είναι η έλλειψη σταθερότητας που απειλεί τον τόπο», ανέφερε η Ντόρα Μπακογιάννη (ΣΚΑΪ), φέρνοντας την Ιταλία ως παράδειγμα προς αποφυγή. «Ο εκλογικός νόμος με το 50 μπόνους δίνει πιθανότητες σταθερότητας πολύ μεγάλες. Αυτό συζητείται σε όλα τα πηγαδάκια». Θέμα αλλαγής του εκλογικού νόμου έθεσε και ο Μάξιμος Χαρακόπουλος («Κανάλι της Βουλής»), που σχολίασε πως είναι κάτι που συζητιέται ανάμεσα στους γαλάζιους βουλευτές. Η αλλαγή του θεσμικού πλαισίου, πάντως, απορρίφθηκε από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο: «Η σταθερότητα είναι ένα βασικό ζητούμενο για την αποτελεσματικότητα της διακυβέρνησης και για την ουσιαστική αντιμετώπιση των προκλήσεων που έχουμε μπροστά μας. Δεν είναι στην ατζέντα μας οτιδήποτε έχει να κάνει με τα εκλογικά. Με το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο προχωράμε», ανέφερε ο Γιάννης Οικονόμου.
Η αντιπολίτευση. Ακόμα και για τα κόμματα της αντιπολίτευσης, πάντως, η σταθερότητα έχει τη σημασία της – το ΠΑΣΟΚ, ένα κατεξοχήν συστημικό κόμμα, όλο το προηγούμενο διάστημα συνέκρινε τη σοβαρότητά του με εκείνη του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ η αξιωματική αντιπολίτευση γνωρίζει τη σημασία που έχει η σταθερότητα για την εκλογική επιλογή των ψηφοφόρων του πολιτικού Κέντρου, που φοβούνται περιπέτειες όπως αυτές του πρώτου εξαμήνου της διακυβέρνησής του. Αυτό που δεν κάνουν οι ηγεσίες τους, ωστόσο, είναι να ταυτίζουν τη σταθερότητα με παρουσία της σημερινής κυβέρνησης στην εξουσία.