Οταν σου γρυλίζει ένας σκύλος, είναι θυμωμένος; Οταν ένας σκίουρος σκαρφαλώνει γρήγορα ένα δέντρο επειδή τον πλησιάζεις, φοβάται; Οταν ένας ελέφαντας στέκεται για μέρες στο σημείο όπου πέθανε ένας άλλος, θρηνεί; Οσοι ζουν με κάποιο ζώο (του μη ανθρώπινου είδους), ίσως να θεωρούν την απάντηση προφανή, το επιστημονικό ερώτημα ωστόσο παραμένει βασανιστικά ανοιχτό.
Ας ξεκινήσουμε με κάποια δεδομένα. Σε όλα τα ζώα, ο εγκέφαλος ρυθμίζει τα όργανα, τις ορμόνες και τα υπόλοιπα συστήματα του σώματός του μέσω ηλεκτρικών ρευμάτων και περιδινούμενων χημικών ουσιών. Εντός του ανθρώπινου σώματος, αυτές οι διαδικασίες μάς κρατούν ζωντανούς και επίσης παράγουν τη γενικότερη διάθεσή μας με τρόπους που ακόμη προσπαθούν να καταλάβουν οι επιστήμονες.
Νιώθουν συνειδητά διαθέσεις και άλλα ζώα; Δεν μπορούν να μας πουν, οπότε δεν γνωρίζουμε μετά βεβαιότητας. Το ερώτημα των συναισθημάτων στα ζώα είναι ακόμα πιο περίπλοκο γιατί εξαρτάται από το πώς ορίζει κανείς ευθύς εξαρχής το «συναίσθημα». Κάποιοι επιστήμονες θεωρούν τα συναισθήματα συγκεκριμένα, τον φόβο ή την οργή για παράδειγμα, και αναρωτιούνται αν τα νιώθουν τα ζώα. Αλλοι τα ορίζουν ως συμπεριφορές με χρήσιμες για την επιβίωση λειτουργίες, όπως οι ενέργειες που επιτρέπουν σε ένα ζώο να ξεφύγει από κάποιο αρπακτικό. Και άλλοι ορίζουν τα συναισθήματα ως τα εγκεφαλικά κυκλώματα που ανταποκρίνονται σε αυτές τις συμπεριφορές. Ψάχνουν, για παράδειγμα, ένα «κύκλωμα φόβου» το οποίο μπορεί να προκαλέσει πάγωμα σε καταστάσεις που θεωρούμε τρομακτικές.
Ολοι αυτοί οι ορισμοί προϋποθέτουν την ανθρώπινη συμπερασματολογία-παρατήρηση της σωματικής κατάστασης ενός ζώου και υποθέσεις για την ψυχολογική της σημασία. Για να αντιμετωπίσουμε αυτό το πρόβλημα, ας επιχειρήσουμε να διαχωρίσουμε την ανθρώπινη οπτική. Σκεφτείτε μία μύγα, έναν αρουραίο και έναν άνθρωπο σε καταστάσεις που θεωρούμε τρομακτικές. Αν περάσεις μια μυγοσκοτώστρα πάνω από μια μύγα, θα τρίψει γρήγορα μεταξύ τους τα πόδια της. Αν εκπαιδεύσεις τον αρουραίο να συνδυάζει έναν ηχητικό τόνο με ένα επώδυνο σοκ, και παίξεις μόνο τον τόνο, ο αρουραίος θα παγώσει. Αν παρατηρήσεις έναν άνθρωπο που ακολουθείται από κάποιον ξένο σε έναν σκοτεινό δρόμο, θα δεις τις κόρες των ματιών του να διαστέλλονται και τον ίδιο να κοιτάζει συνεχώς πίσω ενώ η καρδιά του σφυροκοπά στο στήθος του.
Ενας κλασικός επιστήμονας θα συνάγει πως και τα τρία αυτά ζώα εκτίθενται σε μια απειλή, και άρα βρίσκονται σε κατάσταση φόβου. Ιδού όμως το περίεργο: τα τρία παραδείγματα δεν έχουν ουσιαστικά τίποτα κοινό. Αφορούν διαφορετικά είδη εγκεφάλων σε διαφορετικές καταστάσεις, που κινούν διαφορετικά είδη σωμάτων με διαφορετικούς τρόπους. Πού βρίσκεται λοιπόν η ομοιότητα η οποία κάνει και τις τρεις καταστάσεις «φόβο»; Στον εγκέφαλο του ίδιου του επιστήμονα. Μπορεί κάλλιστα να βιώνουμε έναν κόσμο γεμάτο ζώα που φωνάζουν από λύπη, τσιρίζουν από τρόμο και ζαρώνουν από ενοχές, αλλά αυτά είναι αβίαστα δικά μας συμπεράσματα – ανθρώπινες εντυπώσεις που δίνουν νόημα στις φωνές, τα τσιρίγματα και τα ζαρώματα.
Δεν λέω ότι τα συναισθήματα είναι φανταστικά. Λέω πως οι εγκέφαλοί μας έχουν εξελιχθεί έτσι ώστε να κατατάσσουν στιγμιαία πράγματα στην ίδια κατηγορία ως παρόμοια, ακόμα και αν είναι επιστημονικά τόσο διαφορετικά όσο οι μύγες που τρίβουν τα πόδια τους, οι αρουραίοι που παγώνουν και οι άνθρωποι με διεσταλμένες κόρες. Κατηγοριοποιούμε ασταμάτητα, συνήθως χωρίς να το καταλαβαίνουμε.
Ανθρώπινες δημιουργίες είναι και τα συναισθήματα που βλέπουμε και ακούμε σε άλλα ζώα. Οταν βιώνουμε ένα άλλο ζώο ως τρομαγμένο, δεν «ανιχνεύουμε» φόβο με οποιονδήποτε αντικειμενικό τρόπο. Είναι μια κατασκευή μέσα στον εγκέφαλό μας που γίνεται αυτόματα, και ταχύτατα. Η κατάσταση φόβου ενός μη ανθρώπινου ζώου είναι πραγματική για τους ανθρώπινους παρατηρητές του, αλλά όχι απαραίτητα και για το ίδιο.
Ισως βέβαια να είναι επωφελές, εκτός επιστημονικού πεδίου, να θεωρούμε πως έχουν και άλλα ζώα τα ίδια συναισθήματα με εμάς διότι αυτό ενθαρρύνει την ενσυναίσθηση – είναι πιο εύκολο να τα δεχθούμε στον ηθικό μας κύκλο και να τα προστατεύσουμε. Η ενσυναίσθηση είναι σημαντική. Αυτή η οπτική, ωστόσο, μας βάζει σε πειρασμό να βλέπουμε τα άλλα ζώα ως κατώτερες εκδοχές των ανθρώπων, γεμάτες συναισθηματισμό αλλά χωρίς την απαραίτητη για την τιθάσευσή του λογική. Και το να τοποθετούμε, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τον εαυτό μας στην κορυφή του ζωικού βασιλείου, μπορεί να μας οδηγήσει σε κακομεταχείριση πλασμάτων που μοιάζουν λιγότερο εξεζητημένα από ό,τι θεωρούμε εαυτούς.
Ισως να είναι δείγμα μεγαλύτερου σεβασμού, και πιο χρήσιμο επιστημονικά, το να σκεφτόμαστε τα ζώα με τους δικούς τους όρους. Οι σκύλοι μπορούν να μυρίσουν πράγματα που εμείς δεν μπορούμε. Τα πουλιά μπορούν να δουν χρώματα που εμείς δεν μπορούμε. Ισως λοιπόν να μπορούν επίσης να νιώσουν πράγματα που εμείς δεν μπορούμε. Οταν ένας ελέφαντας στέκεται πλάι στο κουφάρι ενός άλλου για μέρες, είναι σαφές πως κάτι συμβαίνει, γιατί όμως πρέπει να είναι κάποια πρωτόγονη εκδοχή του ανθρώπινου πένθους; Πώς ξέρουμε ότι ο ελέφαντας δεν φυλάει το πτώμα από πτωματοφάγα ζώα, δεν κομπάζει για τον θάνατο ενός αντιπάλου, δεν βιώνει κάτι άλλο που εμείς δεν μπορούμε να κατανοήσουμε; Η ιδέα ότι άλλα ζώα μοιράζονται τα συναισθήματά μας είναι ενδιαφέρουσα και διαισθητική, αλλά οι απαντήσεις που δίνουμε ίσως να αποκαλύπτουν περισσότερα για εμάς παρά για εκείνα.
H Λίζα Φέλντμαν Μπάρετ είναι διακεκριμένη καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Northeastern, ενώ κατέχει ερευνητικές θέσεις στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και στο Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης. Η έρευνά της επικεντρώνεται στην επιστήμη των συναισθημάτων. Στα ελληνικά κυκλοφορεί το βιβλίο της «Επτάμισι μαθήματα για τον εγκέφαλο» από τις εκδ. Κάτοπτρο.