Τους τελευταίους μήνες, η ιατρική κοινότητα έχει εστιάσει το ενδιαφέρον της στο σύνδρομο της μακράς Covid ή αλλιώς long-Covid η οποία φαίνεται να πλήττει ολοένα και μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων. Περίπου ένας στους οκτώ ενηλίκους που μολύνονται από τον ιό παρουσιάζει κλινικά συμπτώματα τα οποία εμμένουν ακόμα και έπειτα από αρκετές εβδομάδες ή και μήνες. Μεταξύ των πιο κύριων συμπτωμάτων είναι το αίσθημα κόπωσης, η θολή σκέψη, η κεφαλαλγία, οι διαταραχές ύπνου, ο ίλιγγος κ.ά. τα οποία συχνά δυσκολεύουν ακόμα και τις πιο απλές καθημερινές σωματικές εργασίες, ενώ καθιστούν αδύνατη τη φυσική άσκηση. Παραδόξως, τον τελευταίο καιρό έρχονται στο φως όλο και περισσότερα δεδομένα που δείχνουν ότι η άσκηση, στην περίπτωση του συνδρόμου long-Covid, δεν βοηθά ή μπορεί και να επιδεινώνει τα συμπτώματα.
Σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύτηκε πρόσφατα, τόσο οι ασθενείς που είχαν νοσήσει σοβαρά από Covid-19 όσο και εκείνοι με πιο ήπια συμπτώματα παρουσίασαν σημαντικά μειωμένη ικανότητα να ασκηθούν μετά την ανάρρωσή τους. Παρατηρήθηκε μάλιστα ότι το 89% των ασθενών με long-Covid σημείωσαν επιδείνωση των συμπτωμάτων περίπου 12-48 ώρες μετά την άσκηση.
Ασθενείς με long-Covid είχαν πολύ χειρότερες επιδόσεις στις αερόβιες ασκήσεις συγκριτικά με το διάστημα πριν νοσήσουν, ενώ παρατηρήθηκε ότι περιόρισαν και τη διάρκεια της φυσικής άσκησης κατά 93% μετά την ανάρρωσή τους. Η επικρατέστερη θεωρία μέχρι στιγμής είναι ότι ο ιός SARS-CoV-2 εισέρχεται στα κύτταρα των ασθενών και εγκαθίσταται στα μιτοχόνδρια, όπου και παραμένει για εβδομάδες ή ακόμα και μήνες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο οργανισμός, αν και παράγει την ίδια ή περισσότερη ενέργεια, να μην μπορεί να χρησιμοποιήσει την απαιτούμενη ενέργεια για τις ανάγκες του, γεγονός που τον εξαντλεί. Αλλη μια εξήγηση είναι η δυσλειτουργία του αυτόνομου νευρικού συστήματος η οποία πυροδοτεί συμπτώματα όπως δύσπνοια και αίσθημα παλμών και δυσχεραίνει την τέλεση φυσικής άσκησης μετά την ανάρρωση από τον Covid-19.
Η Covid-19 είναι μια νόσος πολλές φορές απρόβλεπτη, που δεν ανταποκρίνεται πάντα στις συμβατικές μεθόδους θεραπείας και δεν μπαίνει σε ασφαλή χρονοδιαγράμματα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, το πρώτο και βασικό βήμα για κάθε γιατρό είναι να διαχωρίσει εξατομικευμένα εκείνους τους ασθενείς με long-Covid από τους ασθενείς που δεν έχουν αναρρώσει ακόμα από την αρχική λοίμωξη και να δρομολογήσει βαθμιαία την επιστροφή τους στην άσκηση. Εδώ, σημαντικό ρόλο παίζει η σωστή καρδιολογική εκτίμηση. Η επιστροφή στην άσκηση είναι ασφαλής όταν το Ηλεκτροκαρδιογράφημα και το Υπερηχογράφημα Καρδιάς είναι φυσιολογικό, δεν υπάρχουν ενδείξεις καρδιακής φλεγμονής και δεν καταγράφονται αρρυθμίες.