Το ζήτημα της φθηνής και προσβάσιμης στέγης στις μεγάλες πόλεις εξελίσσεται σε κυρίαρχο σήμερα. Δεν είναι απλώς μια όψη ή μια αποτύπωση της κοινωνικής κινητικότητας και του βαθμού επιτυχίας της. Είναι και δείκτης της κοινωνικής συνοχής, αλλά και προϋπόθεση αναπαραγωγής των νέων νοικοκυριών.
Να το πούμε διαφορετικά: Δεν μπορεί να κρούουμε τον κώδωνα του κινδύνου για τα χαμηλά δημογραφικά μας ως χώρα και να μην έχουμε διασφαλίσεις στέγασης για τις νέες οικογένειες ή τα νέα ζευγάρια.
Από την άλλη, η υπόθεση της στέγης και της φθηνής κατοικίας είναι και προϋπόθεση και μέρος μιας ζωντανής πόλης που δεν διαστρωματώνει τον πληθυσμό της με τέτοιον τρόπο που το κέντρο της απλώς και αποκλειστικά αποτελεί τουριστική πρόσοψη.
Σήμερα και σε έναν ακανθώδη χειμώνα που έρχεται, σε καμία περίπτωση πλάι στην ενεργειακή κρίση ή τις πληθωριστικές τάσεις δεν μπορεί να αθροίζεται ως πρόβλημα και η μη εύρεση στέγης. Σε σωστή λοιπόν κατεύθυνση η κυβέρνηση επεξεργάζεται ένα αναλυτικό και γενναίο πρόγραμμα με επιδοτήσεις, άτοκα δάνεια, κίνητρα πολλών ειδών, χρηματοδοτήσεις και αξιοποιήσεις του κτιριακού αποθέματος ώστε να διαμορφωθούν όροι λύσης για την κατοικία.
Τα υψηλά ενοίκια που έχουν σχεδόν γενικευθεί για όλες τις περιοχές, αλλά και συχνά οι δυσμενείς όροι μίσθωσης – όπως και ο νέος παράγοντας του Airbnb – δεν επιτρέπεται να αποτελούν αποτρεπτική διάσταση στην κινητικότητα των νέων και των οικογενειών. Το θέμα είναι δε τόσο μείζον που εκτός της κυβέρνησης και τα κόμματα της αντιπολίτευσης, με τη δική τους θεώρηση, έχουν να παρουσιάσουν ένα δικό τους σχέδιο για τα σπίτια, πράγμα που δείχνει και το πόσο επιτακτικό είναι να βρεθούν λύσεις αμέσως.