Αφού επί ένα πεντάμηνο κάναμε φύλλο και φτερό το -αρχαίο παρακαλώ – κείμενο, αφού λιώναμε πάνω από τα συντακτικά φαινόμενα και την κλίση των ανωμάλων ρημάτων, στο τελευταίο μάθημα ο φιλόλογός μας ευδόκησε να ρωτήσει τη γνώμη μας για την τραγωδία. «Πώς σας φάνηκε ο Οιδίπους;». «Για γέλια!» σήκωσα πρώτος το χέρι μου. «Τι σημαίνει κωμωδία;» εξήγησα. «Το να μην ξέρουν οι χαρακτήρες πού πατούν και πού βρίσκονται. Να αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα άλλ’ αντ’ άλλων. Και να πατάνε άρα όποια μπανανόφλουδα βρεθεί στον δρόμο τους. Πεπεισμένος ακράδαντα ότι πάντοτε διακρίνει, λόγω της ευφυίας του, το σωστό, ο Οιδίποδας τα κάνει όλα λάθος». Κοκκίνησε ο καθηγητής. Συσπάστηκε το πρόσωπό του από ιερή οργή. «Τριάντα χρόνια διδάσκω Οιδίποδα Τύραννο για να έρθεις σήμερα εσύ, παλιόπαιδο, να μου τον πεις αστείο; Σαν δεν ντρέπεσαι!» βάρεσε το χέρι στην έδρα, βαθιά θιγμένος λες και είχα προσβάλει κάποιον μακαρίτη συγγενή του. «Πέρνα έξω!». Βγήκα από την τάξη με το κεφάλι ψηλά. Με την οίηση του δεκαεφτάχρονου που έχει διαβάσει Κούντερα, έχει πασαλείψει Καστοριάδη και καμώνεται τον ρηξικέλευθο διανοούμενο.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ